Χριστούλη μου ο εν αμαρτία περιπεσών
Ηρώδης να σε σφάξει ως ερίφιο ζήτησε. Οι γραφές τού ‘στειλαν, λέει, χαμπέρι πως
ένας άκακος αμνός, ένα γυμνούλι αγοράκι που θα ‘χε για πρώτη του στρωμνή το
άχυρο, υιός του Θεού και βασιλεύς των πάντων θα του
‘κλεβε το θρόνο και δε θα τον άφηνε σε χλωρό κλαρί. Και σε ζήτησε σφαγμένο μ’
άλλους συνομήλικους, να λείψεις από της μανούλας σου την αγκαλιά.
Τη γλίτωσες κι όταν σου απόκοψε η
μάνα σου το γάλα, το σεμνό γεννήτορά σου Ιωσήφ βοήθησες στο ξυλουργείο του.
Πλάνιζες το σανίδι και το ‘φτιαχνες κομψό έπιπλο. Το άγριο ξύλο το ημέρευες
πελεκώντας το και μαγκουρίτσες για τους βοσκούς το έφτιαχνες, Χρυσοχέρης
σκουριά έπιανες μάλαμα γινόταν. Κι από κει,
προήχθης σε θεράποντα ιατρό της ψυχής και του σώματος. Άμισθος, ελάχιστα
εσθιόμενος, μη έχοντας που την κεφαλή κλίνη, περιπάτεις σε τρώγλες ασθενών, σπιτάλια
λεπρών, πέριξ της λίμνης Σιλωάμ, την ίαση στους πάσχοντας να δώσεις. Τους παίδας ευλόγησες, τους επικριτές τους με
το μαστίγιο του λόγου σου στηλίτευσες, λαλών προς αυτούς: <<Άφετε τα παιδία
και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με… >>.
Φέτος στη χώρα μου που θα γεννηθείς τα παιδιά
αυξάνουν με πληγές, πληθαίνουν νηστικά, νοσηλεύονται κατ’ οίκον, και κοιμούνται
σε στρωμνή υγρή.
Ο τυφώνας χαϊγιάν της κρίσης φέρνει
για φέτος συντρίμμια. Χριστούγεννα στεγνά από αρώματα και φρου- φρου, τα
δεντράκια χωρίς μπαλίτσες, ο μποναμάς κουρεμένος γουλί, το γαλόπουλο στα
τραπέζι χωρίς ψαχνό. Οι παίδες νηστικοί, το φαί τους χυλοζούμι, ψιλοφάσουλο, μακαρόνι της
ευρωπαϊκής ένωσης.
Και οι Ηρώδες κρυμμένοι πίσω από το
άστρο σου θα τρώνε τον αγλέουρα. Κι όσο
θα πίνουν του σκασμού οι παίδες το άδειο πινάκιο θα γλείφουν. Τη μπουκίτσα τους
στο λαδάκι της στέρησης θα βουτάνε, μασημένη κάτω θα την πηγαίνουν αλειμμένη με
σάλιο πικρό.
Κι όσο η τρόικα στερεύει το ευρώ,
στερεύουν και οι γέννες. Οι ύπανδρες
στειρώθηκαν και το ουά! ουά! σίγησε. Κι ο πελαργός που τα ‘φερνε ξέπεσε σ’
άνεργο και ταπεινό ορνίθι.
Και του ωαρίου μη διαρρηγμένου και
εναγκαλισμένου μετά του σπέρματος του άρρενος, μπόμπιρας ή μπεμπέκα δεν
τίκτεται. Μηδέ άνοδος της γενετήσιας
ορμής για συνουσία προσμετράται στα γκάλοπ.
Έτσι κάθε ελπίδα για ποιείν και τίκτειν μωρούλι σβήνει άμα τη εμφανίσει
του τροϊκανού Τόμσεν.
Εσύ Χριστούλη μου γέγραφε να γεννηθείς.
Γένοιτο και η γέννησή σου είθε να
ανατείλει εις κάθε άφρονα το φως της γνώσεως. Μια χάρη όμως σου ζητάμε. Όταν δεις
το φως ένα γελάκι σκάσε απ’ τη φάτνη των
ζώων. Το ‘χουνε ανάγκη μπόμπιρες
πεινούντες, πένητες παίδες, έφηβοι αγριοζάρκαδες
περιπατητές στην κόψη του ξυραφιού και υπέργηροι ζώντες εν νεφέλαις καπνού και πυρός.