google.com, pub-4409140963597879, DIRECT, f08c47fec0942fa0 Διήγημα τρόμου και φαντασίας- Οι τερατογεννήσεις του δόκτορα Γουόλς

Διήγημα τρόμου και φαντασίας- Οι τερατογεννήσεις του δόκτορα Γουόλς

             
         Tου συνεργάτη μας   Παναγιώτη  Αντωνόπουλου
          Τρεις μήνες μετά το πυρηνικό ατύχημα στο Τσερνομπίλ οι φήμες οργίαζαν και δεν έλεγαν να σταματήσουν. Μιλούσαν για τέρατα και σημεία που γίνονταν στο σπίτι του δόκτορα Γουόλς, εξόριστου τώρα και υπεύθυνου όσο λειτουργούσε το πυρηνικό εργοστάσιο, στο τμήμα μετάλλαξης των ζωντανών οργανισμών εξαιτίας της προσβολής τους από τη ραδιενέργεια. Λίγες μέρες μετά το ατύχημα ένας τηλεοπτικός σταθμός ανέφερε πως ο δόκτορας μην μπορώντας να αντέξει τόσους θανάτους, αυτοκτόνησε, δείχνοντας κιόλας στο ρεπορτάζ το δόκτορα νεκρό και αιμόφυρτο στο κρεβάτι του με κομμένη την καρωτίδα. Μια εφημερίδα πάλι έγραψε πως προσβλήθηκε από ραδιενέργεια και πέθανε από λευχαιμία μέσα σε μια βδομάδα ύστερα από φριχτούς πόνους και ακατάσχετη αιμορραγία στο ήπαρ και στους πνεύμονες.
          Αλλά όμως αυτά αποδείχτηκαν ψέματα αφού ζούσε και βασίλευε όπως το ήθελαν οι καινούριες φήμες στο εργαστήριό του στην <<κοιλάδα του θανάτου>> και πειραματιζόταν στη μετάλλαξη ζώων σε νέες ανθρώπινες μορφές που τις ήθελε απαλλαγμένες από τα άγρια ένστιχτά τους και προσαρμοσμένες σε μια και μόνο κυρίαρχη συμπεριφορά, αυτή του πειθήνιου και άβουλου οργάνου. Στα πειράματα που έκανε, με ποντίκια  όσο ακόμη ήταν στο Τσερνομπίλ, που είχαν προσβληθεί από ραδιενέργεια, διαπίστωσε με τρόμο και φρίκη μια καινούρια μεταλλαγμένη ζωή που ο ίδιος την είχε βαπτίσει << μεταλλακτική τερατογέννηση ανθρώπινης μορφής >>.
          Από τότε που ο δόκτορας Γουόλς πάτησε το πόδι του στο σπίτι του στην <<κοιλάδα του θανάτου>> και οι φήμες τον ήθελαν << δημιουργό ανθρωπίνων τεράτων >> η πόλη είχε αναστατωθεί και ο φόβος με την αγωνία κυρίεψαν τους κατοίκους της, που, απεγνωσμένα ζητούσαν να μάθουν πιο πολλά για το μυστηριώδη επισκέπτη που τους χάλασε τη ζωή και τους έκανε να ζουν μαζί με εφιάλτες. Κι εκεί που η σύγχυση γύρω από τις δραστηριότητες του δόκτορα  μεγάλωνε, μια πληροφορία που ήρθε από το Εργαστήριο του Ινστιτούτου Μοριακής Βιολογίας του νοσοκομείου της πόλης, σκόρπισε νέο πανικό στους κατοίκους της κάνοντας πια τη ζωή τους πραγματική Κόλαση. Η           πληροφορία αυτή έλεγε πως εκεί εργαζόταν μια νέα γυναίκα, φίλη και συνεργάτιδα του δόκτορα  που συζούσαν και την είχε φέρει από τη μακρινή Ουκρανία. Την χαρακτήριζε ενδοστρέφεια, έλλειψη επικοινωνίας και ιδιόρρυθμη συμπεριφορά. Τελευταία δε, αντιμετώπιζε και προβλήματα υγείας αφού ένα κόκκινο έκζεμα που είχε πετάξει στο αριστερό της μάγουλο την ταλαιπωρούσε αφάνταστα κι όλα έδειχναν πως έτσι που είχε αφορμίσει τόσο επικίνδυνα γρήγορα θα της απλωνόταν σε όλο το μάγουλο. Η ίδια απόφευγε να μιλά για τη ζωή της και σε κανέναν δεν είχε αναφέρει τη σχέση της με το δόκτορα Γουόλς. Μια σχέση χαλαρή από τότε που διαφώνησε μαζί του για τις μεταλλάξεις του, βλέποντας με δέος και φρίκη τα ανθρωποειδή του. Γι’ αυτό τώρα πειραματιζόταν σ’ ένα μεταλλαγμένο σκίουρο προσπαθώντας να τον επαναφέρει στη φυσική του μορφή. Είχε βρει το κατάλληλο ένζυμο, το είχε δοκιμάσει στο δύστυχο ζώο και περίμενε τα αποτελέσματά του. Ο σκίουρος εφτά μέρες από τότε που ο δόκτορας  έβαλε στο αίμα του το ένζυμο της μετάλλαξης, άρχισε να μεταμορφώνεται παράξενα, αργά μεν αλλά σταθερά, δείχνοντας έτσι πως η πλήρη μετάλλαξη θα ολοκληρωνόταν σύντομα αν κάποιος ισχυρός παράγοντας που θα δρούσε σαν αντίδοτο δεν τη σταματούσε. Έτσι το ανθρωποειδές που θα εμφανιζόταν δε θα ήταν τίποτα άλλο παρά ένας τερατογεννημένος οργανισμός που θα σκόρπιζε χωρίς αμφιβολίες τον τρόμο και τη φρίκη.
          Η μετάλλαξη είχε αρχίσει να διακρίνεται πρώτα στο κεφάλι και το πρόσωπο. Το κεφάλι διογκωνόταν από μέρα σε μέρα, ενώ το τρίχωμά του που παράλληλα έπεφτε, αντικαθίστατο  από ένα άλλο πυκνό και ακανθώδες  που μύριζε άσχημα κι έδειχνε λιπαρό και υγρό.  Η μουσούδα του χανόταν σιγά -σιγά  αφήνοντας να ξεχωρίζουν αδρά αλλά φανερά τα άγρια κι ακατέργαστα ανθρώπινα χαρακτηριστικά  που η θέα τους προξενούσε δυσάρεστα κι επώδυνα συναισθήματα.  Ύστερα ερχόταν το κίτρινο χρώμα στο πληγιασμένο πρόσωπο να το κάνει πιο απαίσιο και φριχτό. Κι αν πρόσθετες και τα δυο του πυρακτωμένα μάτια που φάνταζαν σαν ιοβόλες εστίες βυθισμένες στις κόγχες τους, συμπέραινες εύκολα τον  τρόμο που επαγγελόταν  η μεταλλακτική μέθοδος του δόκτορα Γουόλς.
          Βλέποντας όλη αυτή την αδίστακτη κι εγκληματική συναίνεση στην τερατογενή  εξέλιξη των ειδών του δόκτορα, η γυναίκα αυτή, αναρωτιόταν για το μέγεθος της απειλής που απειλούσε την ανθρωπότητα, ενώ δεν παρέβλεπε και την πλήρη απορύθμιση που  θα εσυντελείτο στις σχέσεις και τη λειτουργία των έμβιων όντων.  Γι’ αυτό ανήσυχη, έκανε ότι μπορούσε για να σταματήσει αυτόν τον εφιάλτη της μετάλλαξης κι επέμενε στο πιο  κρίσιμο σημείο της μεταλλαγής  να τη σταματήσει, δίνοντας έτσι κι ένα δυνατό ράπισμα  στην αλλόφρονη σκέψη   του δόκτορα Γουόλς, εκτοπίζοντάς τον ανεπιτρεπτί από το κακόγουστο εγχείρημά του, με τη δική της υγιή θέληση και δύναμη.
          Ένα βράδυ παρέτεινε την εργασία της κι έμεινε ως αργά στο εργαστήριό της να συνεχίσει την έρευνά της πάνω στη διακοπή της μεταλλακτικής δραστηριότητας.  Κι εκεί που σκυμμένη είχε απορροφηθεί
στις μελέτες και στα αποτελέσματα ενός πειράματος, μια σκιά που πέρασε μπρος από το παράθυρο την έκανε να τρομάξει και να δείξει ανήσυχη. Φοβισμένη άφησε τη δουλειά της και σηκώθηκε, πλησιάζοντας με βήμα αργό στο παράθυρο. Τράβηξε  την άκρη της κουρτίνας και με κάθε επιφύλαξη, κοίταξε έξω. Το πυκνό χειμωνιάτικο σκοτάδι σκέπαζε ανελέητα τα διάσπαρτα μικρά θεραπευτήρια που πολλά απ’ αυτά τα πιο μακρινά  με το λιγοστό φως της ηλεκτροδότησης που τα φώτιζε, έπαιρναν πότε κωμικές και πότε τραγικές μεταμορφώσεις. Τα λιγοστά γυμνά δέντρα στις άκρες των κτιρίων, δαρμένα λυσσαλέα  από τη μανία της καταστροφής του αέρα, έμοιαζαν θα ‘λεγε κανείς με πιστά αντίγραφα από δυστυχισμένες ανθρώπινες φιγούρες. Τότε η γυναίκα με μια γρήγορη κίνηση δυσφορίας για ότι έβλεπε, έδιωξε τα μάτια της από τον έξω κόσμο και τα ‘στρεψε στη φωλιά του σκίουρου. Το καημένο το ζώο, λες και συναισθάνθηκε το φόβο της, σύρθηκε λίγο προς το μέρος της, θεωρώντας το πολύ σημαντικό φαίνεται να δείξει εκείνη τη δύσκολη στιγμή που περνούσε η ευεργέτης του τη συμπαράστασή του. Και καθώς η γυναίκα το κοίταζε με αγάπη και στοργή, ένιωσε πάλι την παρουσία τής σκιάς να περνά έξω από το παράθυρο.
          Στράφηκε τότε και κοιτάζοντας με έντονη την προσοχή της όσο της επέτρεπε κιόλας το σκοτάδι, μπόρεσε και διέκρινε μια ανθρώπινη μορφή λίγα μέτρα μόνο από το εργαστήριό της.  Κόλλησε τότε το πρόσωπό της στο τζάμι και κοίταξε με περισσότερο ενδιαφέρον το νυχτερινό επισκέπτη αλλά και με μεγάλη περιέργεια και επιμονή. Σαν την πρόσεξε κι εκείνος, σήκωσε το ραβδί του και της έκανε νεύμα ν’ ανοίξει το παράθυρο. Δε δίστασε κι εκείνη να υπακούσει κι αμέσως σύροντας το σύρτη το άνοιξε και βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο. Τότε κατάλαβε η γυναίκα από την κομψή κι εντυπωσιακή εμφάνιση του άντρα πως επρόκειτο για σημαίνον πρόσωπο κι αναρωτήθηκε αν το είχε ξαναδεί. Πριν προλάβει όμως να βασανίσει κι άλλο τη σκέψη της, ακούστηκε η βραχνή φωνή του επισκέπτη που της είπε με τόνο συγκαταβατικό : << Είμαι ο δήμαρχος της πόλης και θέλω κάτι σημαντικό να κουβεντιάσουμε ! >>  Τον κοίταξε για λίγο με δυσπιστία η γυναίκα και του αποκρίθηκε με φωνή  που ‘δειχνε ταραχή: << Δε σε ξέρω και μου λες να σου ανοίξω ! Να φύγεις, γρήγορα ! >> Έκανε ένα βήμα ο δήμαρχος και πλησίασε. Ένα αδρό χαμόγελο φύτρωσε στα παχιά του χείλη και της ψιθύρισε : <<Η ταυτότητά μου που σου αποκάλυψα σου εγγυάται πως δεν ήρθα να σε βλάψω !  Οι φήμες για όσα κακά κάνει στην << κοιλάδα του θανάτου>> ο δόκτορας Γουόλς, μ’ έφεραν ως εδώ! Σαν μου δώσεις τις πληροφορίες που θέλω, θα φύγω!>> Έδειξε να ξαφνιάζεται η γυναίκα και τον ρώτησε με έντονη ζωηρότητα : << Και τι σχέση έχω εγώ με το δόκτορα; Αν θέλεις αυτόν όπως λες, γιατί δεν πας στο σπίτι του, στην<< κοιλάδα του θανάτου>> να τον συναντήσεις; >>  << Πρέπει να μου εμπιστευθείς κάποια πράγματα πρώτα και μετά θα τον επισκεφτώ. Η πόλη ξέρεις έχει φθάσει στα πρόθυρα της τρέλας για όσα ακούγονται πως κάνει ο δόκτορας κι οφείλω να πάρω μέτρα για να προστατέψω τους πολίτες της!  Κι απ’ ότι ξέρω κι εσύ βλέπεις με καχυποψία τις μεταλλάξεις του! >>
          Αργά και με δισταγμό τότε η γυναίκα πήγε στην πόρτα και την άνοιξε. Τον άφησε με ευγένεια να περάσει μέσα και του ‘δειξε μια μαύρη σιδερένια καρέκλα να καθίσει. Η ίδια τότε στάθηκε όρθια κοντά στο παράθυρο κι αφού τράβηξε την κουρτίνα να νιώσουν ασφαλείς, τον ρώτησε με χαμηλό τόνο στη φωνή της: << Ώστε οι φήμες μιλούν για τα τέρατα που φτιάχνει ο δόκτορας Γουόλς; >> Ο άρχοντας της πόλης δεν της απάντησε γιατί απορροφημένος όπως ήταν να κοιτάζει το χώρο του εργαστηρίου που τον έβρισκε κακόγουστο, φάνηκε πως δεν  την άκουσε.
          Η προσοχή του εστιάστηκε πρώτα στο απέναντι μέρος από εκεί που καθόταν όπου πλήθος από γυάλινα και σιδερένια όργανα χημείας και μικροβιολογίας κατάσπαρτα ή ταχτοποιημένα στα ράφια και στα τραπέζια, έδειχναν πως κάποιο πολύπλοκο πείραμα ήταν σε εξέλιξη. Κι    αυτό φαινόταν να το επιβεβαίωνε και η βιτρίνα στα δεξιά που είχε φορτωμένα στα ράφια της διάφορα ταριχευμένα ζώα, όλα μεταλλαγμένα που η θέα τους τρόμαζε και τον πιο ψύχραιμο θεατή. Αηδιασμένος απ’ αυτό το θέαμα ο δήμαρχος  έστρεψε τα μάτια του προς στα αριστερά μήπως δει κάτι πιο συμβατικό κι ανάλαφρο. Αλλά κι εδώ τα ίδια και χειρότερα!  Μέσα  σ’ ένα  σιδερένιο κλουβί ο μεταλλαγμένος σκίουρος, καταφοβισμένος έτρεμε ολόκληρος. Και τότε το μάτι του επισκέπτη αποτραβήχτηκε μ’ ένα έντονο τακτ από το αποτρόπαιο αυτό θέαμα για να πέσει με τρυφερότητα πάνω στην όρθια γυναίκα. Αυτή συναισθανόμενη το φόβο και την ανησυχία του επισκέπτη της, και, για να τον απαλλάξει από τα άσχημα συναισθήματά του, τον ξαναρώτησε με φιλική διάθεση : << Ώστε οι φήμες για τα τέρατα του δόκτορα Γουόλς,  σ’  έφεραν εδώ, δήμαρχε; >>  << Όπως σου είπα, ναι! >> της αποκρίθηκε ζωηρά και με φιλική διάθεση εκείνος  και  την  κοίταξε  με συμπάθεια.  << Κι αν ξέρω κάτι >> συνέχισε η γυναίκα << δε νομίζεις πως έχω ηθική υποχρέωση να μη το πω; >> << Ηθική υποχρέωση έχεις να το πεις, και να μιλήσεις >> επέμενε και ο δήμαρχος  <<γιατί ο δόκτορας κάνει επώδυνες μεταλλάξεις και πρέπει να τον σταματήσουμε! Το μέγεθος του κακού που κυοφορεί όλη του η πειραματική μέθοδος της μετάλλαξης, το ξέρεις θαρρώ εσύ πολύ καλύτερα, από μένα! >>
          Πλησίασε τότε η γυναίκα στο πάγκο του εργαστηρίου, πήρε ένα νυστέρι από μια μεταλλική θήκη και το κράτησε σφιχτά από τη λαβή του με αρκετή κυνικότητα και δεξιοτεχνία, στρέφοντας με αρκετή προκλητικότητα την κοφτερή του κόψη προς το μέρος τού επισκέπτη. Εκείνος έδειξε να φοβήθηκε, αλλά γρήγορα η γυναίκα τον καθησύχασε, ψιθυρίζοντάς του με αυτοπεποίθηση : << Μπορούμε να τον απειλήσουμε οι δυο μας, αν το θες! >>
          Η ένταση και το πάθος για εκδίκηση που έδειχνε η φωνή της, επέδρασαν άσχημα στην ψυχή του και το ‘δειξε με μια δυσφορία που απλώθηκε στα μάτια του. Συνηθισμένος όμως να ξεπερνά εύκολα τέτοιες δυσάρεστες στιγμές και ξαναβρίσκοντας τη διάθεσή του σαν της αναγνώρισε κάτι καλό στην  πρόθεση που έκρυβαν τα λόγια της, της είπε με οίκτο και δείχνοντας την ανησυχία του: << Η απειλή θα φέρει όμως την απειλεί! Και ποιος μπορεί να προβλέψει τα αποτελέσματά της; >>
          Έκανε τότε ένα βήμα προς το μέρος του η γυναίκα και σαν σταμάτησε, πάτησε γερά στα δυο της πόδια, πλησίασε ύστερα το κοφτερό νυστέρι στο δείχτη του αριστερού της χεριού και χάραξε μια μικρή πληγή. Οι δυο σταγόνες αίμα που έτρεξαν κι έβαψαν κόκκινο το δάχτυλό της, φάνηκαν να φόβισαν τον επισκέπτη της που έδειξε μ’ ένα του αδρό χαμόγελο την πλήρη υποταγή του στη γυναίκα αυτή. Και πριν καλά – καλά της το ανακοινώσει πως δέχεται να τον απειλήσουν άκουσε τη μεταλλική φωνή της να του λέει:  << Φεύγω για  την << κοιλάδα  του  θανάτου >> θες να  με ακολουθήσεις; >>  Αποφασισμένος πια να την ακολουθήσει ο επισκέπτης, σηκώθηκε και πλησίασε στο παράθυρο, κοιτάζοντας με κάποια επιφύλαξη έξω το πηχτό σκοτάδι. Ύστερα από μια μικρή σιωπή κι ενώ η γυναίκα πήγαινε προς το ξύλινο τραπέζι της ψιθύρισε χαριτολογώντας :    <<  Μεσάνυχτα; Δε  φοβάσαι; >>  << Τι να φοβηθώ; >> του αποκρίθηκε με αποφασιστικότητα εκείνη. << Ίσα- ίσα που θα απολαύσω μια βραδινή ομορφιά μυστηρίου! >>
          Χαμογέλασε μ’ ένα ύφος υπεροχής και άρχισε να βάζει και να γεμίζει το σακίδιό της με τα προσωπικά της είδη. Έτσι αφού έσυρε το φερμουάρ και τα ασφάλισε, έριξε το σακίδιο στον ώμο της και τραβώντας προς την πόρτα, παρακάλεσε τον επισκέπτη της να την ακολουθήσει, λέγοντάς του σιγά –σιγά και αργά : << Έλα, πάμε! Δε σε τρώει η περιέργεια να δεις τα τέρατα του δόκτορα Γουόλς ; >>
         

                                                * * *       


          Περπατούσαν  δίπλα – δίπλα, τυλιγμένοι στο πηχτό σκοτάδι, γρήγορα κι αμίλητοι. Το τσουχτερό κρύο τούς ήταν ανυπόφορο και η υγρασία τούς δυσκόλευε την όραση και την αναπνοή. Η σιωπή που απλωνόταν παντού, τους μεγάλωνε το φόβο, ανεβάζοντας το συναίσθημα ανασφάλειας που ένιωθαν κατακόρυφα. Κι εκεί που φύλλο δε σάλευε, τα ξαφνικά και δυνατά ουρλιαχτά των λύκων που ξεσπούσαν ανελέητα μέσα από τα θεόρατα δέντρα, έκαναν τις καρδιές τους να χοροπηδούν και να χτυπούν σαν τρελές από το φόβο τους. Σε λίγο όμως τα βάσανά τους θα έπαιρναν τέλος αφού κοντοζύγωναν στο σπίτι του δόκτορα, έχοντας όμως να περάσουν πρώτα το γεφύρι του αφιλόξενου ποταμού που κυλούσε ορμητικά τα νερά του στις άγριες όχθες του και που εθεωρείτο ένοχος για πολλούς και μυστηριώδεις πνιγμούς. Έτσι σαν άφησαν πίσω τους το ποτάμι φάνηκε το σπίτι μπρος τους με τη βαριά του σιδερόπορτα κλειστή να τους περιμένει. Η γυναίκα τότε αφού την πλησίασε, πληκτρολόγησε τον κωδικό εισόδου στο μέρος της κλειδαριάς κι αφού την άνοιξε, πέρασαν και οι δυο μέσα, χωρίς να τους αντιληφθεί κανείς.
          Μπήκαν σ΄ ένα μεγάλο και φαρδύ διάδρομο διακοσμημένο με νωπογραφίες που παρίσταναν άγρια σαρκοβόρα ζώα και δηλητηριώδη φίδια. Τον πέρασαν γρήγορα για να φτάσουν σ’ ένα μικρό καθιστικό με παλιές πολυθρόνες και μαύρες κουρτίνες κρεμασμένες στους τοίχους του. Αριστερά της εισόδου και στη μέση του τοίχου μια τετράγωνη οθόνη έδειχνε το δόκτορα Γουόλς, καθισμένο στην πολυθρόνα του να κρατά στα χέρια του ένα καταπράσινο φίδι και με πρωτοφανή βία να προσπαθεί να του ανοίξει το στόμα.
          Απόρησε ο δήμαρχος με τις μεσονύκτιες  << φιλοζωικές  δραστηριότητες >> του δόκτορα και ρώτησε τη γυναίκα που έδειχνε νευρικότητα και ανησυχία: << Έτσι φέρεται στα ζώα του ο δόκτορας; Πως       τον ανέχονται και δεν τον κομμάτιασαν ακόμη;>> Πλησίασε κοντά στην οθόνη η γυναίκα κι αφού έδειξε με το χέρι της το δόκτορα, του είπε, έξαλλη : << Με είχε στο χέρι του το τέρας!  Με εκβίασε και υπέγραψα τη συνεργασία μαζί του! Τώρα δε μου απομένει παρά να τον εκδικηθώ! >>
          Η εικόνα εκείνη τη στιγμή στην οθόνη άλλαξε, δείχνοντας μια ψεύτικη συμφιλίωση του δόκτορα με τα μεταλλαγμένα ζώα του. Κάτω από το βάρος του χρόνου και με εμφανή τα σημάδια της φθοράς του στο άσχημο πρόσωπό του, καθισμένος στην ίδια δερμάτινη πολυθρόνα του, πειραματιζόταν τώρα με τα ανθρωποειδή του!  Όλα με φανερά τα συμπτώματα της μετάλλαξης στα σώματά τους, παραμορφωμένα και πληγιασμένα, χοροπηδούσαν γύρω του σαν τρελές μαζορέτες καθώς ο ήχος        που εξέπεμπε ένας πομπός και τον χειριζόταν ο δόκτορας τους ερέθιζε τ’ αυτιά.
          Απορροφημένος  να κοιτάζει τον παρανοικό Γουόλς  και τα πειθήνια ανθρωποειδή του, ο δήμαρχος δεν αντιλήφθηκε την απομάκρυνση της γυναίκας και συνέχισε για αρκετή ώρα μόνος του να βλέπει τα κακόγουστα πειραματόζωα. Κι εκεί που μύριες σκέψεις βασάνιζαν το μυαλό του, αντιλαμβάνεται έντρομος την εικόνα ν’ αλλαζει και να διαδραματίζεται ένα θρίλερ άνευ προηγουμένου. Ένα θρίλερ που πρωταγωνιστούσε η γυναίκα και είχε σαν θύμα το δόκτορα Γουόλς. Αφήνοντας τα άγρια ένστιχτά της να εκδηλωθούν τον έπνιγε με τα δυο της χέρια  και αποζητούσε πάση θυσία το θάνατό του που ήταν ζήτημα λεπτών. Η αντίσταση του δόκτορα στην αρχή ήταν λυσσαλέα, για να καμφθεί όσο περνούσε η ώρα και να υποκύψει στο μοιραίο μέσα σε ξέφρενες κραυγές υστερίας και πόνου! Και τότε όλα τα ανθρωποειδή του με ένα παραλήρημα παραλογισμού έπεσαν πάνω στο κουφάρι κι αφού το ξέσκισαν με νύχια και με δόντια σκόρπισαν ύστερα τις σάρκες του γύρω τους με πρωτοφανή αγριότητα.

          Και σαν ο θάνατος βρήκε το δόκτορα και ολοκληρώθηκε ο τεμαχισμός του, αποτραβήχτηκαν όλα από το ματωμένο πεδίο του καννιβαλισμού και αποχαυνωμένα από ένα αίσθημα ικανοποίησης, περιτριγύρισαν τη φοβισμένη γυναίκα που τα αγκάλιασε και τα κοιτούσε με οίκτο και ενοχή μαζί.

Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη