google.com, pub-4409140963597879, DIRECT, f08c47fec0942fa0 Το 1940 μέσα από την Ποίηση

Το 1940 μέσα από την Ποίηση

«Ομπρός! Με ορθή, μεσούρανη / της λευτεριάς τη δάδα / ανοίγεις δρόμο, Ελλάδα / στον Άνθρωπον… Ομπρός!» (Άγγελος Σικελιανός)
Γράφει ο ΣΤΑΘΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΛΛΗ μια φορά, εβδομήντα τρία χρόνια από τότε, το ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου 1940 θα συνεπάρει τις καρδιές των Ελλήνων. Κι ας ζούμε ημέρες κρίσης κι ας βιώνουμε καιρούς δίσεκτους ενός άλλου πολέμου, του οικονομικού πολέμου, που μας έχει βυθίσει στην ύφεση, στη φτώχεια και στην απόγνωση.
Πού να το φαντάζονταν οι γενναίοι του Σαράντα, που η ιαχή «αέρα» γινόταν καυτός λίβας που ’καιγε τον ιταμό εισβολέα και τον τσάκιζε στα βουνά της Βορείου Ηπείρου, πως θα ’ρχοταν ένας άλλος καιρός που ένας αλλιώτικος φασισμός θα του επέβαλε «χαράτσια» αβάσταχτα και θα του τσαλάκωνε την εθνική του περηφάνια. Ας όψονται όσοι έφταιξαν.

Η επέτειος του ΟΧΙ, ας μας σηκώσει για μια στιγμή και πάλι. Το ’χουμε ανάγκη και το δικαιούμαστε. Μας το προστάζουν οι γενναίοι μαχητές της Πίνδου. Οι πατεράδες και οι παππούδες μας.
Ας γυρίσουμε το ρολόι της μνήμης πίσω. Τότε που η Ιστορία άφηνε τις σχολικές αίθουσες και γινόταν πράξη. Τότε που οι καρδιές χτυπούσαν στο σκοπό της εθνικής εγρήγορσης. Τότε που οι Έλληνες ύψωναν ένα ακόμα τρόπαιο στη μακραίωνη και πολυκύμαντη ιστορία τους. Αυτό το έπος του Σαράντα που έγραψε ο αδάμαστος λαός μας, συγκίνησε τους λογοτέχνες μας, τους ποιητές και τους πεζογράφους, για να γράψουν και αυτοί, όχι με τ’ όπλο αλλά με την πένα τους – αυτό είναι το όπλο των πνευματικών ανθρώπων – τους δικούς τους παιάνες.
Σταχυολογούμε, εδώ, μερικούς στίχους, κάποιων απ’ τους ποιητές μας που ύμνησαν τους ήρωες του πολέμου και τραγούδησαν το Έπος του ’40.
● Ο ποιητής Γεώργιος Αθάνας στο ποίημα του «Γλυκειά μου Ελλάδα» θα της πει: «…Με το αστραφτερό σου οπλίσου δίκιο, / Χτύπησε τη βία θαρρετή / Κάλλιο να ’χεις θάνατο αντρίκειο/ Παρά νάζηες δίχως αρετή!».
● Ο Κούλης Αλέπης στο ποίημα του «28η Οκτωβρίου 1940» θα γράψει σ’ ένα τετράστιχό του: «Μα, ξάφνου, ανοίγει ο ουρανός και φως τον πλημμυρίζει / Η Ελλάδα, αν κι ολομόναχη στη φτωχική της κόχη, / αγριοσκιρτά υπερήφανα, τον Άξονα ατενίζει, / και, στο θρασύ του πρόσταγμα, βροντοφωνάζει: «-Όχι».
● Του ποιητή Νίκου Βόκοβιτς το ποίημα «Το τραγούδι του αγνώστου» αρχίζει έτσι: «-Πήραν οι γέροι τ’ άρματα, βρίσκουν τα παλικάρια, / κι ορκίζουντε, σαν αδερφοί, και δώσανε τα χέρια, / ν’ ανθίσουν όνειρα παλιά, πάνω σε νέα κλωνάρια».
● Ο κορυφαίος μας ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος – ο ποιητής του Ταϋγέτου, όπως τον ξέρουμε, στο ποίημά του «Μάνα και γιος» (1940) θα διασαλπίσει: «Στης Ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε / κ’ η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της, / μπρούτζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγαγε η Πίνδος / σα να’χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν / τραγούδια και αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν / οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν: «Ίτε παίδες Ελλήνων…».
● Ο Τίμος Μωραϊτίνης, απευθυνόμενος στη μητέρα Πατρίδα, με το ποίημα «Ελλάδα» γράφει: «Σε βλέπω πας, Ελλάδα μου, Πατρίδα μου χρυσή, / να υψώνεσαι περήφανη, γιατ’ είσαι πάντα εσύ / Συ, που το φως εσκόρπισες στον κάμπο πέρα ως πέρα / Κι ήταν μέρα Ελληνική του κόσμου η πρώτη ημέρα, / Πατρίδα μου μεγάλη…».
● Ο Μεσσήνιος ποιητής Πάνος Παναγιωτούνης στο ποίημά του «Χάλκινη Βουή» αφού στους «σταυραητούς στρατιώτες» του πολέμου δεν ξεχνά – όπως και ο Νικηφόρος Βρεττάκος στο δικό του ποίημα – και το γυναικείο πληθυσμό και γράφει: «Η Μάνα με την μπόλια / της υπομονής, η αδερφή / με το μπλουζάκι της καρτερίας, η αγαπημενη / με τις δίδυμες υδρίες του έρωτα / καταπόδι λυσίκομη η Ελλάδα…».
● Ο επίσης Μεσσήνιος ποιητής Τάκης Παπατσώνης, με τη δική του ιδιότυπη γραφή, καταλήγει στο ποίημα του «Μήνιν Άειδω» έτσι: «…το Δόρυ που λαμποκοπά, το Δόρυ της Παρθένου, / το Δόρυ που παραφυλάει τον Ήλιο της Ελλάδας, / μην αλλοιωθεί, μην σκοτισθεί μην χάσει το παράπαν/ ούτ’ ένα μόριο της αρχαίας, της θεογενούς του Ουσίας».
● Κι ένας ακόμα ποιητής της εύανδρης Μεσσηνίας, ο Κυπαρισσίος ποιητής Δημοσθένης Ζαδές, που ’μεινε ανάπηρος απ’ τον πόλεμο του Σαράντα, σε ποίημά του, που το τιτλοφορεί «Παιάνας» και το αφιερώνει «Στους Ανάπηρους Πολέμου 1940-41», έτσι το αρχίζει: «Ψηλά κι ομπρός! Το λάβαρο κρατάτε/ της Λευτεριάς και προχωράτε/ Σαν στάχυα κι αν θερίστηκαν οι μαχητές/ από του σκλαβωτή τα βόλια/ κι ένας κι αν φτάσει ειν’ αρκετός/ στην Έβδομη Κορφή / να στήσει το αιματόβαφο κουρέλι…».
● Ο Γιώργος Κάρτερ, στο ποίημά του «28 Οκτωβρίου 1940» υμνεί με το δικό του τρόπο την πατρίδα εκείνης της στιγμής του Σαράντα, γράφοντας: «Απαρτο κάστρο γίνηκε, σα θρύλος, η Πατρίδα / τ’ ατσάλι είδα να μάχεται και νικημένο το είδα / μπροστά στο διάβα μιας ορμής ηρώων αθανάτων / που η Δόξα δαφνοστόλιζε βουβή τα μέτωπά των…».
● Ο Ηπειρώτης ποιητής Μιχάλης Περάνθης – υπηρετώντας τη θητεία του το 1940 στο Μπέλες – στο ποίημά του «Ηπειρος», πετά με τον Πήγασό του στην ηρώισσα γη του και γράφει: «Σήμανε η ώρα. Ηρωοτόκα, οργίσου./ Ορθια στήσου σαν άλλοτε και μάχου / για τ’ άχραντα της φυλής και της στοργής σου. / Η ευλογία της λαβωμένης Υπερμάχου».
● Ο Νομπελίστας ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης έγραψε για το αθανάτο Επος, που το ’ζησε από κοντά και ο ίδιος, το αξεπέραστο «Αξιον Εστί». Θα κλείσω τούτη την αναφορά στο Σαράντα με τη σταχυολόγηση που ’γινε από ποιήματα μερικών ποιητών με μια στροφή απ’ το «Ασμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», που δείχνει, εύγλωττα, γιατί πολέμησαν με τόσο ηρωισμό οι Ελληνες, άλλη μια φορά: «…Τώρα χτυπάει πιο γλήγορα τ’ όνειρο από το αίμα / Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει. /Ελευθερία. /Ελληνες μεσ’ στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο: /Ελευθερία! / Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος…».
Αδελφοί, τώρα που μας βρήκε το κακό – παραφράζω στίχους του Ελύτη – ας μη μνημονεύουμε μόνο Διονύσιο Σολωμό και Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, αλλά ας θυμόμαστε τους ήρωες νεκρούς του πολέμου. Αυτοί έπραξαν το χρέος τους και δε ρώτησαν τι έκανε γι’ αυτούς η πατρίδα, αλλά το έπραξαν εκείνοι γι’ αυτήν. Μήπως, είναι ώρα, να πράξουμε κι εμείς το ίδιο. Ας μην την χάσουμε σε περίοδο ειρήνης. Θα ’ναι ντροπή μας.

Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη