google.com, pub-4409140963597879, DIRECT, f08c47fec0942fa0 Η ιστορία της Ι.Μ. Τριφυλίας-Ολυμπίας στον χρόνο...

Η ιστορία της Ι.Μ. Τριφυλίας-Ολυμπίας στον χρόνο...

Η σημερινή Μητρόπολη Τριφυλίας και Ολυμπίας είναι εκείνη της Χριστιανουπόλεως με ανάλογες κρατικές και εκκλησιαστικές διοικητικές μεταβολές – διαιρέσεις στους Νομούς Μεσσηνίας, Ηλείας, Αρκαδίας στο πέρασμα του χρόνου. Δύσκολη είναι η παρακολούθησή της, όπως ερευνητικά μας την εμφανίζει ο Χιώτης στην καταγωγή Περικλής Ζερλέντης1 (1852-1925). «Η Χριστιανούπολις – γράφει – ως πόλις εν Πελοποννήσω παρ' ουδενός των συγγραφέων μνημονεύεται, καίτοι τα μέχρι του νυν σωζόμενα ερείπια του εν κώμη Χριστιάνους ναού κείμενα εν τω πεδίω της Μεγαλοπολίτιδος είναι βεβαίως του καθολικού της Επισκοπής Μεγαλοπόλεως, περί ου μέχρι του νυν λέγεται υπό των επιχωρίων «Αγιά Σωτήρα στο Μοριά κι Αγιά Σοφιά στην Πόλι» δηλωτικόν της λαμπρότητος του ναού…».
Η εκκλησία αυτή, ως προς το αρχιτεκτονικό της σχέδιο «είναι απαράλλακτη προς τον της Αγίας Σοφίας Ναό της Κωνσταντινουπόλεως, εξ ου και το δημώδες δίστιχον», ως άνω, καθώς διαβεβαιώνει και ο Καθηγητής Δημήτριος Δουκάκης στα «Μεσσηνιακά και ιδία περί Φαρών και Καλαμάτας», (τεύχος Γ΄, 1911). Συνεχίζοντας ο Ζερλέντης υποθέτει, ότι την Επισκοπή Μεγαλοπόλεως (σήμερα Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως) διαδέχθηκε η της Χριστιανουπόλεως.
Η Μητρόπολη, λοιπόν, Χριστιανουπόλεως – Τριφυλίας και Ολυμπίας με πρώτη έδρα της, ως εικάζεται, την κώμη Χριστιάνοι, σ' απόσταση πεζή τριών ωρών, περίπου, από την Κυπαρισσία, ένας όντως ιερός τόπος, επιβλητικός, που αποπνέει φυσική και πνευματική δύναμη και ξυπνά τις εκκλησιαστικές αισθήσεις μας παλαιοτέρων χρόνων, πήρε τη θέση της Επισκοπής Μεγαλοπόλεως, προαχθείσα με τον καιρό, πριν του 1082, σε Μητρόπολη και θρόνο εβδομηκοστό έκτο, κατ' άλλη έκθεση σε θρόνο εβδομηκοστό όγδοο. Ανασυστήθηκε επί αυτοκράτορα Ανδρόνικου Παλαιολόγου και πατριάρχη Ιωσήφ το 1283 – 1284. Υπήχθη και στις Μητροπόλεις Μονεμβασίας, Καλαμάτας, Τριπολιτσάς και Κορίνθου. Ασφαλώς δεν γνωρίζουμε πότε έγινε Επισκοπή, αφού δεν αναγράφεται σε κανένα Τακτικό (Notitia).
Ο Καθηγητής Σοφοκλής Δημητρακόπουλος στο εμπεριστατωμένο έργο του « Ο ΄Αγιος Αθανάσιος Χριστιανουπόλεως – Ιστορική Βιογραφία, Αθήναι 2002», αναφερόμενος μ' εμβρυθή γνώση του αντικειμένου στο ιστορικό της Επισκοπής, μας κατατοπίζει και διαφωτίζει ως προς την έδρα της, ότι δηλαδή ο τίτλος «Χριστιανουπόλεως» οδηγεί φυσικά στη Χριστιανούπολη που είναι σήμερα ένα απλό χωριό της επαρχίας Τριφυλίας (υψόμ. 400 μ.) με λιγοστούς κατοίκους (384) της απογραφής 1991, φιλόκαλους και φιλόπονους.
Γράφει συγκεκριμένα «…το σημερινό χωριό Χριστιάνοι, που, με τους παλιούς βατούς δρόμους απείχε, μέσω Αγριλίου, 3. 35΄ ώρες από την Κυπαρισσία, ενώ σήμερα με αυτοκινητόδρομο απέχει από τα Φιλιατρά (άλλη μεγάλη πόλη της Τριφυλίας και της Μεσσηνίας σε υψόμ. 70 μ.) 12 χιλιόμ. Ουσιαστική όμως έδρα της Μητρόπολης, πρέπει να θεωρήσουμε με ασφάλεια την ανερχόμενη τότε γειτονική κωμόπολη Κυπαρισσία (Αρκαδία – Αρκαδιά).
Στο σημείο αυτό, υπενθυμίζεται, και πάλι, η εν λόγω επιστημονική θέση του ως άνω Καθηγητή, Σοφοκλή Δημητρακόπουλου, σ' ό, τι αφορά την έδρα της Επισκοπής επί των ημερών του Επισκόπου της Αγίου Αθανασίου, ο οποίος έκαμε, ως γνωστό, και καταγραφή των εκκλησιών, μοναστηρίων, ιερέων κ.λ.π.
Αν, λοιπόν, έδρα στις ημέρες του ήταν οι Χριστιάνοι, τότε, σημειώνει ο Σ. Δ., δεν θα έγραφε στα σχετικά με τον περίφημο ναό τους, (Μεταμόρφωση του Σωτήρα), πως ήταν « η παλαιά μητρόπολις του Χριαστιανουπόλεως». Ο συλλογισμός αυτός είναι ασφαλώς λογικός και ορθός. Πέραν, όμως, τούτου, σημαντική είναι και η άλλη παρατήρησή του, πως σύμφωνα με την απογραφή των Βενετών του 1689 επί του Ενετού προνοητή – διοικητή Ιάκωβου Κόρνερ, όπου συγγεκριμένα τους κατοίκους Αρκαδιάς και Φαναρίου Ολυμπίας απέγραψε ο ίδιος Μητροπολίτης Χριστιανουπόλεως ΄Αγιος Αθανάσιος, το χωριό Χριστιάνοι είχε τότε 188 κατοίκους μ' ένα μόνο ιερέα, τον ιερομόναχο Καλλίνικο, σ' αντίθεση με την Κυπαρισσία που αριθμούσε 745 κατοίκους και 4 ιερείς από τους οποίους οι τρεις οφφικιούχοι (οφφικιάλιοι = αξιωματούχοι), δηλαδή, τους σακελλάριο Πιέρο, τον χαρτοφύλακα Ιωάννη, τον πρωτόπαπα Ηλία και τον ιερομόναχο Μελέτιο.
Ευκαιριακώς αναφέρεται ότι ο όλος πληθυσμός της Μητροπόλεως μεταξύ της απογραφής 1689 και της άλλης απογραφής του 1700 επί του Ενετού διοικητή της Πελοποννήσου Φραντσέσκο Γκριμάνι ( Francesco Grimmani) κυμαινόταν μεταξύ των 15.000 – 20. 000 κατοίκων.
Αλλά, προς τούτοις, και στην αναφορά του Βενετού σύνδικου καταστιχωτή (επιτρόπου κρατούντα τους λογαριασμούς σε κατάστιχα) Μαρίνου Μικιέλ, της 12 Μαΐου 1691 καταγράφεται η Κυπαρισσία ως τόπος διαμονής του Μητροπολίτη. Απ' εδώ, επόμενο ήταν, να επισκέπτεται και να διαμένει τόσο στη γενέτειρά του Καρύταινα, όσο και στο Λεοντάρι της Μεγαλόπολης.
Απ' όσα αναφέρει ο πρόωρα αποβιώσας καθηγητής αρχαιολόγος Παναγιώτης Βελισσαρίου, υπηρετήσας ευδοκίμως, ως Λυκειάρχης, και στο ιστορικό Γυμνάσιο Ανδρίτσαινας Ολυμπίας (έτος πρώτης λειτουργίας του 1889-1890) και στη Δημόσια – «Νικολοπούλεια» Βιβλιοθήκη του τόπου, ως Διευθυντής της, η ίδρυση της επισκοπής Κυπαρισσίας ανάγεται χρονικώς, «τουλάχιστον στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα (300 μ.Χ.)».
Η τόσο ενωρίς εμφάνισή της δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, γιατί η ιστορία μαρτυρεί ότι οι παράλιες πόλεις δέχθηκαν το Χριστιανισμό αφ' ενός μεν λόγω του πολυσύχναστου του τόπου από ξένους εμπόρους, ταξιδιώτες, εργάτες και γενικά περαστικούς, αφ' ετέρου εξαιτίας του ανεπτυγμένου πνευματικού επιπέδου των κατοίκων αυτών των μερών, σ' αντίθεση βεβαίως με ορεινούς απομακρυσμένους εκ των κέντρων οικισμούς.
Προς επίρρωση των ανωτέρω καταχωρούμε και όσα ο πανεπιστημιακός Καθηγητής Εμμανουήλ Ι. Κωνσταντινίδης διαλαμβάνει σε δικό του σχετικό έργο, ότι δηλαδή δεν γνωρίζουμε τα της διάδοσης του Χριστιανισμού στην Τριφυλία και Ολυμπία, δεδομένο όμως θεωρείται πως βάσιμα μπορούμε να υποθέσουμε την ευρεία εδώ διάδοση του Χριστιανισμού κατά τον Γ΄ αιώνα.
Γράφει ο εν λόγω Καθηγητής, « ο υπό του Μ. Αθανασίου μνημονευόμενος εν τη προς τας Εκκλησίας Μαρεώτιδος επιστολή, Αλέξανδρος Cyparensis, δεν αποκλείεται να ήτο επίσκοπος Κυπαρισσίας (Μεθοδίου Φούγια, Ιστορία της Αποστολικής Εκκλησίας της Κορίνθου, Αθήναι 1968, σελ. 134)». Και συνεχίζοντας λέγει ότι η Κυπαρισσία αναφέρεται κατά τον ΣΤ΄ αιώνα, «εν τη γεωγραφία των Βυζαντινών… Δεν γνωρίζομεν πότε εγένετο Επισκοπή, διότι εις ουδέν «Τακτικόν» (Notitia) αναγράφεται αύτη. Υπήγετο πάντως, ως Επισκοπή της Ελλάδος, υπό τον Κορίνθου (παρβλ. Γ. Ι. Κονιδάρη, Επίτομος Εκκλησ. Ιστορία της Ελλάδος, εν Αθήναις 1938, σελ. 248-249). Ευθύς μετά το 733 ιδρύθη ενταύθα αυτοκέφαλος Αρχιεπισκοπή, καταργηθείσα μετά το 807. Εκ της μετά ταύτα επισκοπικής ιστορίας της Κυπαρισσίας ουδέν δυστυχώς γνωρίζομεν. O Le Quien ουδεμίαν μνείαν ποιείται της Επισκοπής».
Τα εσχάτως αποκαλυφθέντα παλαιοχριστιανικά αρχαιολογικά τεκμήρια στην Κυπαρισσία, άγνωστα και ανεκμετάλλευτα επιστημονικώς προδίδουν την ύπαρξη ακμαίας οικιστικής εγκατάστασης, αλλά ταυτοχρόνως και την έδρα ομώνυμης επισκοπής, η οποία πρέπει να υφίστατο μέχρι και την περίοδο του Φωκά (602-610 μ.Χ.) σύμφωνα με νομισματικό εύρημα. (Πρακτικά Γ΄ Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών Νοέμβριος 1989).
Εδώ ο ως άνω συγγραφέας, Π. Β. αναφέρεται στο έργο του Ν. Κυπαρίσση, «΄Εκθεσις περί των εν Κυπαρισσία δοκιμαστικών ανασκαφών» (Πρακτ. Αρχαιολ. Εταιρ. 1911, σ. 250 κ. ε.) και του Γ. Π. Παπαθανασόπουλου, « Αρχαιότητες και Μνημεία Μεσσηνίας», Αρχαιολ. Δελτίο 17(1961 -1962).
Είναι λοιπόν, πανθομολογούμενο ότι ολόκληρη η από το κάστρο της «Αρκαδιάς» – Κυπαρισσίας έκταση ως κάτω τα παράλια αυτής γέμει πλήθος όχι μόνο αρχαιολογικών, αλλά και παλαιοχριστιανικών και βυζαντινών ενδείξεων κι επομένως επιβεβλημένο παρίσται το χρέος της Πολιτείας να συνεχίσει προσεκτικά τις εργασίες.
Θεωρείται ως δεδομένο πλέον ότι η επισκοπή Κυπαρισσίας δεν εσχόλασε στα επακολουθήσαντα χρόνια, όπως συνέβη σ' άλλες Πελοποννησιακές επισκοπές μακριά από τα παράλια, δεδομένης μάλιστα της οχυρής τοποθεσίας της πόλης, ένεκα και του άνωθεν αυτής κάστρου της, οπότε αναδείχθηκε καταφύγιο πολυπληθών ομάδων ανθρώπων από την ενδοχώρα και αλλαχού.
Για τη θέση της πληροφορούμεθα, από τους νεότερους, ό, τι σημειώνει ο Jean Darrouzes2: «Αι υποκείμεναι μητροπόλεις και αρχιεπισκοπαί τω θρόνω της Κωνσταντινουπόλεως. Χριστιανούπολις, μητρόπολις Πελοποννήσου, 1179, 1276, 1386, 1576, 1676, 1792, 1892,1999, 2147. NOTITIA 21: Τάξις προκαθεδρίας των οσιωτάτων Πατριαρχών και αι μητροπόλεις και αι αρχιεπισκοπαί, αι οποίαι ευρίσκονται την σήμερον και είναι υποκείμεναι τη Βασιλίδι Κωνσταντινουπόλει3».
Ο Πανεπιστημιακός Καθηγητής Γεράσιμος Κονιδάρης απομάκρυνε από το Τακτικό την επισκοπή Κυπαρισσίας στο έργο του οι μητροπόλεις και αρχιεπισκοπές του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Παρά ταύτα, όμως, τον ως άνω εξοβελισμό από το Τακτικό, δέχεται την ύπαρξη παλαιοχριστιανικής επισκοπής στην Εκκλησιαστική του Ιστορία της Ελλάδος, τόμ. Α΄.
Η Μητρόπολη Χριστιανουπόλεως εκαλείτο και Λεονταρίου και ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης καλεί «την Μεγαλόπολιν το νυν λεγόμενον Λεοντάριον». Κατά τον Λήκιο η Μητρόπολη Χριστιανουπόλεως συνέκειτο από τις περιοχές Φαναρίου (Ολυμπίας), Καρύταινας, Λεονταρίου και ολόκληρη τη δυτική παραλία του Ιονίου μεταξύ των ποταμών Αλφειού (Ρουφιά) και Λογγοβάρδου4. Με την έκθεση του 1802 η Μητρόπολη Χριστιανουπόλεως κατατάσσεται στη δεύτερη τάξη «τρίτη και τριακοστή, παραμείνασα μέχρι του έτους 1833».
Η σημερινή Μητρόπολη Τριφυλίας και Ολυμπίας, επαναλαμβάνεται, είναι η παλαιά της Χριστιανουπόλεως. Με τη βοήθεια του Καθηγητή Σοφοκλή Δημητρακόπουλου, από το προηγηθέν έργο αυτού, «Ο ΄Αγιος Αθανάσιος Χριστιανουπόλεως – Ιστορική βιογραφία», βιβλίο παρέχον στον αναγνώστη σημαντική ιστορική και γεωγραφική περιήγηση επί του θέματος, οριοθετείται σαφώς η πάλαι ποτε Θεόσωστη αυτή Μητρόπολη, ως εξής:
Ανατολικά: ΄Ανω Καλύβια, Ψάρι (Αρκαδίας) Παύλια, Βάγκου, Μακρύσι, Μαλλωτά (Τζαπόγια), Ρούτσι (Ανατολικής Φαλαισίας), Πετρίνα, Σπανέικα – Γιανναίοι (ανατολικά του χειμάρρου Κρανίωνα).
Βόρεια: Επιτάλιο (Αγουλινίτσα – Anguilinitsa = χελόπολη), Αλφειούσα (Βολάντζα), Καλυβάκια, Πλουτοχώρι (Τόγια), Σέκουλας, Συκές ( Μπελούσι), Θεισόα (Λαύδα), Κοτύλιο (Δραγουμάνου), Καρύταινα, Ελληνικό (Μουλάτσι).
Νότια: Καμποχώρι (Μεζίνι), Χουντάλου, Παραδείσια, Δερβένι (Γελαδάρη), Χράνοι (Πυλίας), Κάτω Μέλπεια (Κάτω Γαράντζα), Ηλέκτρα (Γκλιάτα), Βασιλικό ( Κατζούρα), Μάλθη (Μποντιά), ΄Ανυδρο (Λεσοβίτι), Χριστιάνοι, Βάλτα και ποτάμι Λαγκουβάρδος. Οι ιερές Μονές του φαραγγιού του Λουσίου ανήκαν στη Μητρόπολη Λακεδαιμονίας . (« Δια της Καρύταινας το ριτόριον δεν εξουσιάζω κανένα μοναστήριον, μόνον ο Λακεδαιμονίας…»). (Σοφοκλής Δημητρακόπουλος ο. π. σ. 143). Η Χώρα (Λιγούδιστα) στην επισκοπή Ανδρούσης.
Διακεκριμένος Επίσκοπος Χιστιανουπόλεως υπήρξε ο γνωστός ΄Αγιος Αθανάσιος (με το κοσμικό όνομα Αναστάσιος) Κορφηνός, από την Καρύταινα της Αρκαδίας. Ανάγλυφη και έντονη ιστορική απεικόνιση της εξαίρετης αυτής μορφής της Εκκλησίας βρίσκουμε στο ως άνω μνημονευθέν έργο του Σοφοκλή Γ. Δημητρακόπουλου, το οποίο κατ' επανάληψη επικαλούμαστε προς στερέωση των εκτιθεμένων στην παρούσα εργασία.
Μεγάλη επίσης επισκοπική, εκκλησιαστική φυσιογνωμία της Μητροπόλεως είναι ο Χριστιανουπόλεως – Τριφυλίας και Ολυμπίας Γερμανός6, εκ Καλαβρύτων, (1760- 1821), ο εθνομάρτυρας Ιεράρχης, ο οποίος πρόσφερε σημαντικότατες υπηρεσίες στην ανάσταση του Γένους, τελευτήσας από τις κακουχίες, έγκλειστος στα μπουντρούμια της Τριπολιτσάς μετά των λοιπών Αρχιερέων και προεστών της Πελοποννήσου, στο γλυκοχάραμα της λευτεριάς, 21 Σεπτεμβρίου 1821.
Από τις τάξεις του Εφημεριακού Κλήρου της αυτής τοπικής Εκκλησίας εξέχει ο εθνομάρτυρας, θρυλικός παπα – Αλέξης (Αλέξης Κανελλετόπουλος, 1751 – 1821), Μοραγιάννης – Βεκίλης του Μοριά από το χωριό του Λυκαίου Αμπελιώνα που έπεσε κι αυτός στα κάτεργα της Τριπολιτσάς, σιδηροδέσμιος μπρος στα μάτια των λοιπών συγκρατουμένων, την ίδια ημέρα με τον Χριστιανουπόλεως Γερμανό Ζαφειρόπουλο.
Ο συνδεσμώτης του, Μητροπολίτης Αμυκλών και Τριπολιτσάς Δανιήλ Παναγιωτόπουλος, Δημητσανίτης, στο «Στιχούργημά» του μας δίνει λακωνικότατα την είδηση του θανάτου, ως εξής: «…Τότε ο Παπαλέξιος, ψυχή γενναιοτάτη, ορμητικός, αψήφιστος, ψυχή ανδρειοτάτη».
( Γ. Π. Κουρνούτου, Το Απομνημόνευμα, Βασική Βιβλιοθήκη, τόμ. 44, Αθήναι 1953, σσ. 165-181. «Ακρόπολις Φιλολογική», τόμ. Α΄. 1888/89, σσ. 361 – 363, 375 – 377).

1 Σχόλια

Νεότερη Παλαιότερη