Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Κηπάριον απέναντι από τη βεράντα μου, με προκαλεί. Η αργυρή φωτοχυσία της μέρας με προδιαθέτει ευνοϊκά να το θαυμάζω. Ελάχιστα τα δέντρα και τα φυτά του, αλλά όμορφα. Τέσσερις λεμονιές, μια πορτοκαλιά, στοιχισμένες στη δυτική όχθη, ένα χαμηλό σκίνο στο βόρειο πλάτωμα, γρασίδι σαν τάπητας παντού, δυο αγκινάρες στη νότια όχθη και μια μποτιλιαρισμένη ελιά στη μέση του κήπου ανάμεσα σε ένα σωρό αφράτο χώμα.
Φτωχός ένοικος, ως γυμνασιόπαις στην πάνω πόλη τη δεκαετία του εξήντα, θυμάμαι, τη σπιτονοικοκυρά μου Ξ. που με περίτεχνες φυτεύσεις από μία αγκινάρα, έκανε φυτεία ολάκερη. Η φύση επιβραβεύοντας την επίμονη προσπάθειά της να τις φροντίζει, τη φιλοδωρούσε κάθε άνοιξη με αμείωτη ποσότητα. Στη φροντίδα τους έπαιρναν μέρος τα τρία παιδιά της κι εγώ με τον αδερφό μου ως ισχυρό επιτελείο εργατών και συμβούλων, ώστε να μην τους λείπουν νερό, λίπασμα και σκάλισμα. Όταν είχαμε τελειώσει το διάβασμα, αποσυρόμαστε στον κήπο χαρούμενοι και μαζί με παιχνιδίσματα τις φροντίζαμε. Οι αγκινάρες αύξαιναν, καρποφορούσαν και ερχομένου του Μαρτίου, μας χάριζαν τον αγκαθωτό καρπό τους.
Η κυρία Ξ. μας κοίταζε απ’ το παράθυρο, χαιρόταν, μας συμβούλευε και μας φώναζε ασθμαίνως, όταν έβλεπε πως είχαμε ξεφύγει και παίζαμε με τα χώματα, ανοίγοντας λαγούμια ή φτιάχναμε σωρούς. Ζητούσε να σοβαρευτούμε και επιμελώς να ασχολούμαστε με τα διατεταγμένα. Η κυρία Ξ. εργαζόταν ως εργάτρια στον κάμπο για να τα βγάλει πέρα, και, στον ελεύθερο χρόνο της, μας συγύριζε το δωμάτιο, μας μαγείρευε, και γενικώς μας φρόντιζε, ενώ δεν ξεχνούσε να δείχνει πως μας υπεραγαπούσε. Ενίοτε μας φιλοδωρούσε καφεδάκια, ως και πινάκια φαγητού μας σερβίριζε όταν η λόρδα μας έκοβε. Την άνοιξη που οι αγκινάρες ήταν στο φόρτε τους, η κυρία Ξ. είχε φροντίσει να είναι το σπεσιαλιτέ μας φαγητό και τις μαγείρευε αυγολέμονο με τη νοστιμιά τους να είναι τέτοια που τις κατεβάζαμε κάτω αμάσητες. Βλέποντας περιχαρής τα πιάτα άδεια, σιγοτραγουδούσε: << Αγκινάρα με τ΄ αγκάθια/ και με τα λουλούδια τ΄ άσπρα/ αγκινάρα με τ’ αγκάθια//. Μην παραμυρίζεις τόσο/ και με κάνεις και νυχτώσω/ μην παραμυρίζεις τόσο…//
Μια χρονιά, φοιτώντας στη Β’ Λυκείου, το ρίξαμε στο σορολόπι και αντί να διαβάζουμε, καταγινόμαστε με περίτεχνες ντρίμπλες, καρφωτές κεφαλιές και κεραυνοβόλα σουτ στο γυμναστήριο της γειτονιάς, αποδεικνύοντας πόσο άξιοι συνεχιστές είμαστε του Δομάζου και του Νεστορίδη. Έτσι σαν ήρθαν τα διαγωνίσματα του Ιουνίου μας βρήκαν απροετοίμαστους. Δυστυχώς αναζητούντες το βιβλίο της άλγεβρας να μελετήσουμε, έλειπε. Η κυρία Ξ. πληροφορήθηκε την έλλειψη του τόμου και εξπέρ του χιούμορ, όπως ήταν μας είπε: << Και τώρα χωρίς βιβλίο, τι θα κάνετε; Βλέπω να τα φορτώνετε στον κόκορα στις εξετάσεις! >> Ανυπερθέτως όμως είχε κάτι στο μυαλό της.
Έτσι επιμελώς και χωρίς να τη δούμε, προσγειώθηκε στον κήπο κι έκοψε αγκινάρες. Την επομένη συγχρωτισμένη με την αγωνία μας, κατέβηκε στην λαϊκή αγορά, τις πούλησε και με λαμπερό χαμόγελο, μπήκε στο βιβλιοπωλείο και αγόρασε τον τόμο της άλγεβρας. Επιστρέφοντας μας χτύπησε την πόρτα, χαμηλοφώνως δε, τονίζοντας με υποδόριο χιούμορ τα λόγια της και προσέχοντας να μη μας προσβάλλει, μας ψιθύρισε: << Σας κάνω δώρο το βιβλίο! Να το καταπιείτε διαβάζοντάς το, όπως το γάργαρο νερό της πηγής. Να συγχωράτε τα χεράκια σας που δούλεψαν στον κήπο κι έκαναν τις αγκινάρες να καρπίσουν τόσο. Η πληρωμή σας είναι το βιβλίο. Διαβάστε να περάσετε την τάξη, να διώξετε την τύφλα σας και αργότερα μεγάλοι με τα γράμματα να διώξετε τους οδοστρωτήρες της φτώχειας και της στέρησης που μας κάθονται στο σβέρκο. Σκληρά τα πιεστήριά τους να μη σας λιώσουν όπως εμένα την έρημη! >>