Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Ένας Δεκέμβρης με τον ήλιο του στον αστερισμό του Αιγόκερω. Ο αέρας του σφύριζε με άναρθρες κραυγές. Οι ρωγμές που μας άφηνε στα μάγουλα έσταζαν αίμα. Το κρύο έκοβε σαν γυαλί τα τρυφερά μας γυμνούλια μέλη. Τα Χριστούγεννα που ξημέρωσαν είχαν βουρκωμένη ψυχή κι ένα σκονισμένο πένθιμο δέντρο σε κάθε σπίτι. Χωρίς στολίδια και με τα λαμπάκια του σβηστά. Για να μη δυσαρεστήσω το μικρό Χριστό, και, για να τον ευθυμήσω, στο δικό μου δέντρο κρέμασα τρία βελανίδια, δυο τσαμπιά κούμαρα κι ένα ματσάκι λεμονανθούς. Ένα αστεράκι από τσιγαρόχαρτο στην κορυφή του και για φάτνη, έβαλα ένα κομμάτι δέρμα από τα παλιά τρύπια παπούτσια μου.
Και στη φωλίτσα της σκόρπισα χρυσά άχυρα βουτηγμένα στο δάκρυ της φτώχειας. Μια μέγαιρα φτώχεια που μας είχε του κλότσου και του μπάτσου. Νηστικά, ανυπόδητα και δίχως ρουχαλάκια. Χωρίς βιβλία, μολύβια και μπογιές. Με τα στομάχια μας άδεια και τις κουπίτσες μας στεγνές. Τη χαρά μας να μας τρυπά σαν αγκάθι και τα κορμιά μας τσουβαλιασμένα σε ραμμένα αποφόρια. Η Τέρψη η γειτονοπούλα μου, έφτιαχνε ζωγραφιές με αγγέλους σε χοντρό χαρτί περιτυλίγματος. Ζούσε όπως κι εγώ σε σπίτι μικρό, σ’ ένα καμαράκι με κουζίνα από σανίδες, χωρίς φωτιά, χωρίς λεφτά κι έτρωγε ρύζι και όσπρια που της έστελνε το φιλόπτωχο ταμείο της ενορίας. Ο πατέρας της εργάτης στους δρόμους και η μητέρα της πλύστρα στους πλούσιους. Χαράματα σκορπούσαν και μεσάνυχτα γύριζαν.
Μια μέρα μου ήρθε μ’ ένα κόκκινο λινό φουστανάκι. Κι όπως είχε σκορπισμένες λευκές μαργαρίτες πάνω του, έμοιαζε σαν μικρούλα άνοιξη. Μου θάμπωσε το μάτι το απαλό της το κορμί και μ’ έρανε απαλά το άρωμα του κόρφου της. Ένα χάρμα αφής με περόνιασε. Νύχτες από τότε έμενα άυπνος. Όλο στο όνειρό μου ερχόταν κι όλο άφηνε το στίγμα της σαν μελτέμι στην ψυχή μου. Της ζήτησα, όταν δεν είχε δουλειά, να φτερώνει την ύπαρξούλα της και να έρχεται. Με άκουσε. Ερχόταν πάντα μ’ ένα λευκό γιασεμί στο χέρι κι ένα αμαρτωλό φιλί στο μέταλλο των χειλιών της. << Μου το ‘δινε. << Μη ! >> της ψιθύριζα << Μη! Μην κάνεις κατάχρηση! Είμαστε πολύ μικροί ακόμα! >> και τσαλάκωνα τη μαρμάρινη περηφάνια της.
Στη γιορτή της την επισκέφτηκα. Εξοικονόμησα λίγα ψιλά και το πουγκί μου είχε τη σφραγίδα της αφθονίας. Καιρός να της κάνω ένα δωράκι, είπα και να της δώσω τις ευχές μου για υγεία και μακροζωία. Της αγόρασα ένα ροζ νυχτικό κι ένα βιβλίο, << Το μικρό πρίγκιπα >>. Μ’ έπνιξε στην αγκαλιά της όταν της τα ‘δωσα, αφήνοντας ένα χρυσό δάκρυ να κυλήσει στο μάγουλό της. Τα μάτια της είχαν μαργαριταρένιο χρώμα κι ένας μικρός ήλιος, λες, ανέτειλε στο τριανταφυλλένιο στόμα της. Άνοιξε τα δώρα με τα λευκά χεράκια της να τρέμουν σαν ξερά χαχαλάκια στον άνεμο. Πρώτα έβγαλε το βιβλίο με το χρωματιστό εξώφυλλο. Το ‘φερε στα μάτια και κοίταξε την εικόνα με τις κόρες τους να πηγαινοέρχονται σαν γαλάζιες χαντρούλες από σταγόνες θάλασσας. Έδειχνε ένα κοριτσάκι στην ηλικία της με πράσινο φόρεμα και δυο φιόγκους στα σγουρά του τα μαλλιά να στέκεται πάνω σ’ ένα αστέρι. Γύρω του πολλά άλλα μικρά και μεγάλα αστέρια με χρυσές αχτίδες σαν μεταξένιες κλωστές. Κι όσο έφτανε το μάτι σου, σκορπισμένα στο φως, κομήτες, διάττοντες και μετεωρίτες να συγκρούονται μέσα σε σκόνη που είχε τη μορφή του σκιάχτρου.
<< Εσύ είσαι αυτή! Η βασίλισσα των άστρων! >> της είπα και της χάιδεψα τα μαλλιά. Αυτή σφιγγόταν. << Και το σκιάχτρο; Τι είναι; Τι θέλει εκεί; >> << Τίποτα δεν είναι! Μην το φοβάσαι! >> της ψιθύρισα και πρόσθεσα: << τώρα σαν σε δει θα σκορπίσει! >> και τη φίλεψα ένα τρυφερό γέλιο.
Σαν γέλασε κι αυτή άνοιξε το δώρο με το νυχτικό. Το ξετύλιξε με μια καλοσύνη σεμνή. Το έριξε πάνω στο λιγνό κορμάκι της κι έδειχνε να κολυμπούσε στα ροδιά του χρώματα. Ύστερα χοροπήδησε στα γυμνά ποδαράκια της και μου είπε με τη γλυκιά φωνή της: << Ωχ, τι μου ‘φερες! Λουλουδάκι, βρε, θέλεις να με ντύσεις στο νυχτερινό κοιτώνα μου; Πονηρούλη! Καλά το ‘λεγα εγώ πως είσαι τρελός, τρελούτσικος, τρελάρας! >> Ύστερα μ’ ένα χαριτωμένο βήμα ήρθε κοντά μου και με ευχαριστούσε, σφιχταγκαλιάζοντας. Μετά η δεσποινίδα των δέκα πέντε ετών έπιασε απλή κουβεντούλα με μένα το συνομήλικό της αντράκι που το ροδόφυλλο προσωπάκι της μου είχε φέρει σκοτούρα στο μυαλό.
= = =
Και ήρθε ο Δεκέμβρης ανέκφραστος και στοιχειωμένος. Ο φτυμένος από τους καλικάντζαρους. Ο ματωμένος από το φονικό σπαθί του Ηρώδη. Ο αμαρτημένος από τη σφαγή των νηπίων. Ο κουρελιασμένος και ταπεινωμένος από το χνώτο των βοδιών που ζέσταναν το μωρούλι Χριστό στο στάβλο με τα άχυρα. Στην κρύα αγκαλιά του η Τέρψη, η Τερψούλα, αρρώστησε από οξεία κοιλιακά. Παραμονή των Χριστουγέννων η κοιλίτσα της έγινε θηρίο, οι ιοί αγρίεψαν και κολυμπούσαν στα αντεράκια της σαν πιράνχας τρώγοντας τα λεπτά τους τοιχώματα. Το γαληνεμένο πρόσωπό της στο λεπτό πήρε την έκφραση της Μέδουσας. Οι πόνοι την έσφιξαν σαν φίδια, η ψυχή της πετάρισε και λιποθύμησε. Άρον- άρον την πήγαν στο νοσοκομείο. Τής έκαναν εξετάσεις. Ο γιατρός έσμιξε τα φρύδια σαν διέγνωσε, εντερική σηψαιμία με ιστολογική ανεπάρκεια όλου του πεπτικού συστήματος. Χτύπησε συναγερμό και όλο το ιατρικό τιμ βρέθηκε πάνω από το κεφάλι της Τερψούλας. << Κατάσταση κρίσιμη! >> ψιθύρισε στον πατέρα κι ετοιμάστηκε να περάσει το σωληνάκι στη μύτη της. Η μάνα έπεσε στο διπλανό κρεβάτι μ’ ένα τσιριχτό << ποπό Χριστέ μου! >> και δε σάλεψε ώσπου να τη συνεφέρουν με μια ένεση. Στριφογυρνούσε, έκλαιγε και φιλούσε το Χριστό σ’ ένα εικονισματάκι που βαστούσε μέσα στις χούφτες της.
Ξημέρωσαν Χριστούγεννα και η Τερψούλα πάλευε με το θάνατο ως τις πέντε το πρωί. Όταν νικήθηκε, πειθάρχησε στο κάλεσμά του και του παρέδωσε την ψυχή της, λευκή σαν κρίνο και φωσφορίζουσα σαν Άγιο Πνεύμα. Στα μάτια της πάγωσε η αγωνία και το ξέχειλο από ομορφιά ως πριν πρόσωπό της βάφτηκε με το ωχρό χρώμα της φθοράς. Η γλώσσα της κρέμασε στην άκρη των χειλιών της, όπως ένας μαύρος χωματένιος σβώλος. Το αναμαλλιασμένο κεφάλι της έμοιαζε σαν κουβαράκι από κρόσσια στην πύλη του Άδη. Την ίδια ώρα που η Τερψούλα πήγαινε στον παράδεισο, στο στάβλο με τα άχυρα, γινόταν το θαύμα των θαυμάτων. Γεννιόταν ο μικρός Χριστός! Είχε γύρω του, μάγους, γονείς και ζώα κι ένα ξύλινο σταυρό φτιαγμένο από μίσος και θάνατο.
= = =
Την έφεραν στο σπίτι μέσα σε λευκό φέρετρο. Άνθρωποι με σταφιδιασμένα πρόσωπα, φόρτσαραν από τα δρομάκια και απόθεσαν στο λείψανό της, λευκούς ανθούς, κεράκια λειψά και δάκρυα πνιγμένα στο θρήνο και τις οιμωγές.
Γυμνός στην ψυχή, κοντά στο παράθυρο, θρηνούσα κι εγώ το μαραμένο λουλουδάκι, την Τερψούλα. Την ανάσα μου και θεά μου! Τη γαλάζια θάλασσά μου! Την πασπαλισμένη με ερωτική γύρη ανοιξούλα, την ανεμώνη του κήπου μου, που ανακάτευε τα χρώματα στις δροσοσταλίδες του κάθε μου Μάη.
Η μάνα μου με είδε πνιγμένο στους λυγμούς και άπλωσε τα χέρια της να με στηρίξει ενώ με ρώτησε: << Τι θα κάνεις; >> Εγώ ακροάστηκα για λίγο τα φυλλοκάρδια μου και της είπα: << Αυτό θα κάνω! Θα πάω στον κήπο και θα της πλέξω ένα στεφάνι από λεμονανθούς και θα τη στέψω βασίλισσα! Αυτό θα κάνω! >> Έφυγα. Γύρισα μ’ ένα ισχνό ροδαλό στεφάνι κρατώντας το σφιχτά στο χέρι μου. Ύστερα πήγα στο δωμάτιό μου. Σ’ ένα χαρτάκι έγραψα δυο στίχους κοφτερούς σαν νυστέρι. Έβαλα το χαρτί στην τσέπη και κίνησα για το σπίτι της νεκρής.
Πάνω από το αγγελικό νεκρό κορμί της μ’ έπιασε ταραχή! Η καρδιά μου χτυπούσε γρήγορα. Ο χτύπος της ακουγόταν σαν κρότος ξύλινος. Στα μάτια μου χοροπηδούσε η σκιά από τα πεθαμένα της χαμόγελα. Σφραγίστηκε η γλώσσα μου και ο λόγος μου νεκρώθηκε. Ούτε << Θεός σχωρέσ’ την >> δεν ψέλλισα στους οικείους της. Τη στεφάνωσα και της έβαλα στη νεκρή χούφτα της το διπλωμένο χαρτάκι. Κι όταν μου φάνηκε πως άνοιξε τα μάτια της κι έλαμψε μια φλογίτσα, τής ψιθύρισα τους γραμμένους στίχους μου : << Πού διάης, περιστεράκι μου, να φτιάσεις τη φωλιά σου, κ’ εμάρανες τα χείλη μου κ’ έκαψες την καρδιά μου; >>
Την άλλα μέρα στις τρεις η ώρα έγινε η κηδεία της. Το κορμί της σαν κατέβαινε στον τάφο, έδειχνε βασανισμένο. Στο κάτω χειλάκι της οι δυο ελίτσες έμοιαζαν σαν παγωμένες σταγόνες ιδρώτα. Στα κλειστά ματάκια της το κλάμα ξέφευγε ακόμα. Και στο μέτωπό της δυο μαραμένα φυλλαράκια από γιασεμί, έγραψαν το << ταυ >> το αρχικό της.
Σαν τη σκέπασαν το χώμα σπαρτάρισε κάτω από τα πόδια μου. Στον ουρανό ένα μπλάβο σύννεφο σκίστηκε στα δυο κι έσταξε τα δάκρυ του πάνω από τον τάφο της. Στον ορίζοντα του Ιονίου μια σπαθιά ολοπόρφυρη από φως έγραφε: << Τέρψη! Τερψούλα! Αιωνία σου η μνήμη! >>