Στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα αποτέλεσε τη βασική οικονομική επιδίωξη για τις περισσότερες ελληνικές οικογένειες. Σήμερα μετατρέπεται σε δυσβάσταχτο άχθος και οικονομική θηλιά για μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Ο λόγος για το ακίνητο. Στόχος των φτωχών λαϊκών στρωμάτων να βάλουν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους. Επιδίωξη των μεσαίων στρωμάτων για ασφαλή κατάθεση των αποταμιεύσεών τους κι εξασφάλιση ενός σπιτιού για κάθε μέλος της οικογένειας. Δείκτης ποιότητας ζωής για τους πλουσιότερους, που δίπλα στην απόκτηση πολυτελούς κι ευμεγέθους κατοικίας στα βόρεια ή νότια προάστια, αξιοποιούσαν και τις δυνατότητες επένδυσης σε ένα προϊόν που ο «αστικός μύθος» ήθελε να μη χάνει ποτέ την αξία του. Αλλά όλο να ανεβαίνει... Η οικοδομή έγινε η ατμομηχανή της οικονομικής μεγέθυνσης στην Ελλάδα, έστω κι αν αυτό είχε αρνητικές επιδράσεις στην ποιότητα των πόλεων ή στη τσιμεντοποίηση της υπαίθρου, με εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν καταχρηστικά, όπως η αντιπαροχή ή η εκτός σχεδίου δόμηση.
Το ρεκόρ
Με αυτό τον τρόπο, το ποσοστό της ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα έφτασε σε υψηλότατα επίπεδα: 75%
των νοικοκυριών κατοικούν σε δικό τους σπίτι, εκ των οποίων το 15% εξυπηρετεί ακόμα δάνειο. Ποσοστό 5% επιπλέον φιλοξενείται ή κατοικεί σε οικία συγγενικού – φιλικού προσώπου. Παρά τις υπαρκτές μεγάλες ανισότητες όσον αφορά την ποιότητα της κατοικίας, η ιδιοκατοίκηση έφτασε το 80% και το σπίτι (ή τα σπίτια, εάν υπολογίσουμε το σπίτι στο χωριό ή πιθανώς και το εξοχικό) έγινε όχι μόνο το καταφύγιο, αλλά και το καμάρι του Ελληνα νοικοκύρη. Εκατοντάδες χιλιάδες κατοικίες χτίστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες. Από το 2001 μέχρι το 2010 οικοδομήθηκαν 896.000 νέες κατοικίες, κι αυτό παρά τη σκιά της κρίσης στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Τη δεκαετία 1991-2000 είχαν κτιστεί 833.000 κατοικίες, ενώ τη δεκαετία του ’80 647.000, αριθμοί – δείκτες του οικοδομικού πυρετού, που οδήγησε και σε μια ελληνική φούσκα ακινήτων. Κι ύστερα ήρθε η κρίση, που μετέτρεψε την οικία σε παγίδα. Ο Κώστας Παπαϊωάννου είναι μάλλον μια τυπική περίπτωση. Μένει σε ένα διαμέρισμα στο Γαλάτσι, που αγοράστηκε παλιότερα με συνδυασμό οικονομιών και δανείου. Ηταν «τυχερός» καθώς πρόλαβε να ξεπληρώσει το δάνειο, πριν τον... προλάβει το Ειδικό Τέλος για τα ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα (ΕΕΤΗΔΗΕ) κι αργότερα ο ενιαίος φόρος ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ). «Μόλις έκλεισα τις υποχρεώσεις μου στην τράπεζα, άρχισα να δίνω ενοίκιο στο κράτος για το σπίτι μου! Στην αρχή το χαράτσι στη ΔΕΗ και στη συνέχεια ο ΕΝΦΙΑ». Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Από τους γονείς του είχε κληρονομήσει ένα μεσαίο διαμέρισμα και ένα μικρό μαγαζί στο κέντρο της Αθήνας. Μέχρι το 2010 έδιναν ένα ικανοποιητικό εισόδημα (αυτό τον βοήθησε να συμπληρώσει το ποσό για την αγορά του σπιτιού που διαμένει), αλλά μετά βρέθηκε σε αδιέξοδο.
Το βάρος
Μετά μια τετραετία που αντιμετώπιζε προβλήματα με τους ενοικιαστές του (καθώς κι αυτοί δεν είχαν μόνιμη δουλειά) βρέθηκε με τα ακίνητα ξενοίκιαστα. «Τώρα έχω μόνο την επιβάρυνση. ΕΝΦΙΑ, κοινόχρηστα, συντήρηση και κανένα όφελος», μας λέει.
«Ο ιδιοκτήτης πλήττεται φορολογικά διπλά. Από τη μια με τον ΕΝΦΙΑ που φορολογεί ιδιοκτησία και από την άλλη από τις επιλογές αύξησης της φορολογίας εισοδήματος από τα ακίνητα, όπως για παράδειγμα με τις προτάσεις αύξησης της φορολογίας των ενοικίων. Δεν αντέχει πλέον. Η τρόικα είχε την εξής ιδέα: Αφού θα μειωθούν οι συναλλαγές, καθώς δεν θα υπάρχουν αγοραπωλησίες ακινήτων και αφού θα μειωθούν τα εισοδήματα, λόγω μείωσης μισθωμάτων και αριθμού ενοικιαστών, τότε για να πάρω τα ποσά που έχω υπολογίσει θα φορολογήσω την ιδιοκτησία, αποδίδει δεν αποδίδει. Ετσι όμως οδήγησε τους ιδιοκτήτες ακινήτων σε οδυνηρό αδιέξοδο», λέει στην «Κ» ο κ. Στράτος Παραδιάς, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιδιοκτητών Ακινήτων. Η φορολογία απογειώθηκε. Από περίπου 500 εκατομμύρια ευρώ που ήταν η απόδοση των ακινήτων το 2009 και το 2010 σήμερα μόνο με τον ΕΝΦΙΑ φτάνει τα 2,5 δισ. ευρώ, ενώ πρέπει να υπολογιστεί και η διπλή φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας μέσω της εισφοράς αλληλεγγύης. Η φορολεηλασία και η μετατροπή του ακινήτου σε «αγελάδα» που αρμέγει το κράτος, η παύση κάθε οικονομικής δραστηριότητας στον κλάδο οδήγησε σε κάτι ακόμα πιο επώδυνο: στην πτώση της αξίας των ακινήτων. «Αυτή η πολιτική και η υπερφορολόγηση εξευτέλισε την ακίνητη περιουσία των Ελλήνων», λέει ο κ. Παραδιάς. Την ίδια ώρα βέβαια αυτή συνεχίζει να φορολογείται με υπερτιμημένες αντικειμενικές αξίες, προηγούμενων εποχών.
Η πτώση
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδας από το 2008 μέχρι σήμερα οι πραγματικές αξίες των αστικών ακινήτων έχουν μειωθεί κατά 40%-50%, ενώ τα μεγαλύτερα ακίνητα και οι πολυτελείς μονοκατοικίες των βορείων προαστίων μπορεί να έχουν χάσει μέχρι και τα δύο τρίτα της αξίας τους. Αλλά και το μικρό σπίτι της φτωχής λαϊκής οικογένειας έχει απαξιωθεί τουλάχιστον κατά 25%.
«Κάποια στιγμή σκέφτηκα μήπως πουλήσω το μαγαζί ή το διαμέρισμα, αλλά οι τιμές που άκουσα ήταν εξευτελιστικές», μας λέει ο κ. Παπαϊωάννου.
«Δυστυχώς το φορολογικό μέλλον των ακινήτων μοιάζει δυσοίωνο», λέει ο κ. Παραδιάς. Η κυβέρνηση επιχείρησε αλλά απέσυρε σε αυτή τη φάση να αυξήσει τη φορολογία επί των ενοικίων και να υποχρεώσει τους ιδιοκτήτες να πληρώνουν φόρο και για τα ενοίκια που δεν έχουν εισπράξει! «Πρωτοφανές; Φορολογία σε εισόδημα που δεν υπάρχει; Αυτό που θα μπορούσε να γίνει είναι να φορολογούνται τα ενοίκια όταν καταβληθούν» προτείνει ο κ. Παραδιάς.
Το ρεκόρ
Με αυτό τον τρόπο, το ποσοστό της ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα έφτασε σε υψηλότατα επίπεδα: 75%
των νοικοκυριών κατοικούν σε δικό τους σπίτι, εκ των οποίων το 15% εξυπηρετεί ακόμα δάνειο. Ποσοστό 5% επιπλέον φιλοξενείται ή κατοικεί σε οικία συγγενικού – φιλικού προσώπου. Παρά τις υπαρκτές μεγάλες ανισότητες όσον αφορά την ποιότητα της κατοικίας, η ιδιοκατοίκηση έφτασε το 80% και το σπίτι (ή τα σπίτια, εάν υπολογίσουμε το σπίτι στο χωριό ή πιθανώς και το εξοχικό) έγινε όχι μόνο το καταφύγιο, αλλά και το καμάρι του Ελληνα νοικοκύρη. Εκατοντάδες χιλιάδες κατοικίες χτίστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες. Από το 2001 μέχρι το 2010 οικοδομήθηκαν 896.000 νέες κατοικίες, κι αυτό παρά τη σκιά της κρίσης στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Τη δεκαετία 1991-2000 είχαν κτιστεί 833.000 κατοικίες, ενώ τη δεκαετία του ’80 647.000, αριθμοί – δείκτες του οικοδομικού πυρετού, που οδήγησε και σε μια ελληνική φούσκα ακινήτων. Κι ύστερα ήρθε η κρίση, που μετέτρεψε την οικία σε παγίδα. Ο Κώστας Παπαϊωάννου είναι μάλλον μια τυπική περίπτωση. Μένει σε ένα διαμέρισμα στο Γαλάτσι, που αγοράστηκε παλιότερα με συνδυασμό οικονομιών και δανείου. Ηταν «τυχερός» καθώς πρόλαβε να ξεπληρώσει το δάνειο, πριν τον... προλάβει το Ειδικό Τέλος για τα ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα (ΕΕΤΗΔΗΕ) κι αργότερα ο ενιαίος φόρος ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ). «Μόλις έκλεισα τις υποχρεώσεις μου στην τράπεζα, άρχισα να δίνω ενοίκιο στο κράτος για το σπίτι μου! Στην αρχή το χαράτσι στη ΔΕΗ και στη συνέχεια ο ΕΝΦΙΑ». Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Από τους γονείς του είχε κληρονομήσει ένα μεσαίο διαμέρισμα και ένα μικρό μαγαζί στο κέντρο της Αθήνας. Μέχρι το 2010 έδιναν ένα ικανοποιητικό εισόδημα (αυτό τον βοήθησε να συμπληρώσει το ποσό για την αγορά του σπιτιού που διαμένει), αλλά μετά βρέθηκε σε αδιέξοδο.
Το βάρος
Μετά μια τετραετία που αντιμετώπιζε προβλήματα με τους ενοικιαστές του (καθώς κι αυτοί δεν είχαν μόνιμη δουλειά) βρέθηκε με τα ακίνητα ξενοίκιαστα. «Τώρα έχω μόνο την επιβάρυνση. ΕΝΦΙΑ, κοινόχρηστα, συντήρηση και κανένα όφελος», μας λέει.
«Ο ιδιοκτήτης πλήττεται φορολογικά διπλά. Από τη μια με τον ΕΝΦΙΑ που φορολογεί ιδιοκτησία και από την άλλη από τις επιλογές αύξησης της φορολογίας εισοδήματος από τα ακίνητα, όπως για παράδειγμα με τις προτάσεις αύξησης της φορολογίας των ενοικίων. Δεν αντέχει πλέον. Η τρόικα είχε την εξής ιδέα: Αφού θα μειωθούν οι συναλλαγές, καθώς δεν θα υπάρχουν αγοραπωλησίες ακινήτων και αφού θα μειωθούν τα εισοδήματα, λόγω μείωσης μισθωμάτων και αριθμού ενοικιαστών, τότε για να πάρω τα ποσά που έχω υπολογίσει θα φορολογήσω την ιδιοκτησία, αποδίδει δεν αποδίδει. Ετσι όμως οδήγησε τους ιδιοκτήτες ακινήτων σε οδυνηρό αδιέξοδο», λέει στην «Κ» ο κ. Στράτος Παραδιάς, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιδιοκτητών Ακινήτων. Η φορολογία απογειώθηκε. Από περίπου 500 εκατομμύρια ευρώ που ήταν η απόδοση των ακινήτων το 2009 και το 2010 σήμερα μόνο με τον ΕΝΦΙΑ φτάνει τα 2,5 δισ. ευρώ, ενώ πρέπει να υπολογιστεί και η διπλή φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας μέσω της εισφοράς αλληλεγγύης. Η φορολεηλασία και η μετατροπή του ακινήτου σε «αγελάδα» που αρμέγει το κράτος, η παύση κάθε οικονομικής δραστηριότητας στον κλάδο οδήγησε σε κάτι ακόμα πιο επώδυνο: στην πτώση της αξίας των ακινήτων. «Αυτή η πολιτική και η υπερφορολόγηση εξευτέλισε την ακίνητη περιουσία των Ελλήνων», λέει ο κ. Παραδιάς. Την ίδια ώρα βέβαια αυτή συνεχίζει να φορολογείται με υπερτιμημένες αντικειμενικές αξίες, προηγούμενων εποχών.
Η πτώση
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδας από το 2008 μέχρι σήμερα οι πραγματικές αξίες των αστικών ακινήτων έχουν μειωθεί κατά 40%-50%, ενώ τα μεγαλύτερα ακίνητα και οι πολυτελείς μονοκατοικίες των βορείων προαστίων μπορεί να έχουν χάσει μέχρι και τα δύο τρίτα της αξίας τους. Αλλά και το μικρό σπίτι της φτωχής λαϊκής οικογένειας έχει απαξιωθεί τουλάχιστον κατά 25%.
«Κάποια στιγμή σκέφτηκα μήπως πουλήσω το μαγαζί ή το διαμέρισμα, αλλά οι τιμές που άκουσα ήταν εξευτελιστικές», μας λέει ο κ. Παπαϊωάννου.
«Δυστυχώς το φορολογικό μέλλον των ακινήτων μοιάζει δυσοίωνο», λέει ο κ. Παραδιάς. Η κυβέρνηση επιχείρησε αλλά απέσυρε σε αυτή τη φάση να αυξήσει τη φορολογία επί των ενοικίων και να υποχρεώσει τους ιδιοκτήτες να πληρώνουν φόρο και για τα ενοίκια που δεν έχουν εισπράξει! «Πρωτοφανές; Φορολογία σε εισόδημα που δεν υπάρχει; Αυτό που θα μπορούσε να γίνει είναι να φορολογούνται τα ενοίκια όταν καταβληθούν» προτείνει ο κ. Παραδιάς.