Κυπαρισσία, Βαρυμπόπι, Κοπανάκι, Αετός, Μάλθη… Μετά από πολλά, πάρα πολλά χρόνια, ο Σωτήρης Κακίσης επιστρέφει συγκινημένος στη Μεσσηνία του. Που είχε να τη δει από παιδί.
ANDRO.GR
Και να η Κυπαρισσία όλη ένα όνειρο πραγματικό μπροστά μου, μπροστά κι εκείνη στη θάλασσά της… Πρώτα η Κυπαρισσία. Που την ξανάδα μετά από πολλά, από πάρα πολλά χρόνια, φέτος τον Ιούλιο. Που είχα να τη δω από παιδί, και οι μνήμες της οι ζωντανές μέσα μου μπερδεύονταν ως φέτος το καλοκαίρι με μνήμες ονείρου, με του πατέρα μου τις μαγικές, τις μαγευτικές διηγήσεις για την πόλη που είχε μεγαλώσει, και η Πηγή του Διονύσου της εκεί όλ’ αυτά τα χρόνια ήταν για μένα μύθος σχεδόν, χρόνων στο Χρόνο μέσα σταματημένων, μ’ ονόματά τους τα ονόματα των αδελφών του, των θείων μου, με τ’ άλλα ονόματα του παππού και της γιαγιάς μαζί τους, που αυτούς ούτε καν τους γνώρισα, ούτε καν μπορούσα να τους προλάβω. Προς την Πάνω Πόλη θέλησα ν’ ανεβώ, τα παλιά της τα σπίτια να δω πώς ήταν περίπου… Και να η Κυπαρισσία όλη ένα όνειρο πραγματικό μπροστά μου, μπροστά κι εκείνη στη θάλασσά της: με τη Μάγγη και τον Δημήτρη που μας περίμενε προς την Πάνω Πόλη θέλησα ν’ ανεβώ, να τη δω την Κυπαρισσία μου από ψηλά πλήρη, την παραλία προπαντός εκεί κάτω την τρυφερή, τα παλιά της τα σπίτια πώς ήταν περίπου, εκκλησίες της που κι ο παππούς μου λειτούργησε, κι από μακριά τις θέσεις περίπου παλιών τής οικογένειάς μου σπιτιών, τώρα πια χαλάσματα, απόμακρες ιστορίες. Όμως μέσα μου καθόλου απόμακρη η καταγωγή μου ξαφνικά, με την Αθήνα και την Ολυμπία της μητέρας μου η Κυπαρισσία εξίσου έντονη, εξίσου για μένα καθοριστική. Με μια μπύρα από ψηλά εκεί κοιτώντας την, και το χρυσάφι του μπουκαλιού με τον πολύ ήλιο εκείνης της ημέρας τελώνιο παλαιών στιγμών απέθαντο, των προηγούμενων δικών μου τα πνεύματα στις καρέκλες δίπλα μου, να με κοιτάνε ερευνητικά, να μου παραστέκονται. «Μέσα μου καθόλου απόμακρη η καταγωγή μου ξαφνικά, με την Αθήνα και την Ολυμπία της μητέρας μου η Κυπαρισσία εξίσου για μένα καθοριστική». Ύστερα, προς το Βαρυμπόπι, προς το Μοναστήρι όπως λέγεται σήμερα, και προς την Αγιά–Σωτήρα του ακόμα πιο πέρα… Ύστερα, προς το Βαρυμπόπι, προς το Μοναστήρι όπως λέγεται σήμερα, και προς την Αγιά Σωτήρα του ακόμα πιο πέρα, που είμαι ταμένος, μετά την απώλεια των δύο αδελφών μου πριν από μένα. Από το Κοπανάκι το φιλικό μετά στρίβοντας, μέσα από τον Αετό το κεφαλοχώρι το πολύδροσο, και μια απότομη ακόμα αριστερά ανηφόρα, για των νεφών εκεί την ιδιωτική επικράτεια. Και να η εκκλησία, και να το αρχαίο κάποτε σχολαρχείο, το συνδεδεμένο κι αυτό με τον παππού και τους προπάππους μου. Και να κι ένα άνοιγμα, μια πλατεία μισή κρεμασμένη στο γκρεμό με ταπεινότητα. «Να, να, μια κυρία, να ρωτήσουμε…» «Για Βουλγάρα μου μοιάζει με τα κόκκινά της μαλλιά, Μάγγη…» Και Βουλγάρα πράγματι ήταν, φευ, και ντεν ήξερε. Παραμόνευε όμως άλλος γλυκός άνθρωπος από την πόρτα του πίσω, να μας απευθυνθεί: «Κακίσης; Α!»… Και να το αρχαίο κάποτε σχολαρχείο, το συνδεδεμένο κι αυτό με τον παππού και τους προπάππους μου… Διαβάστε ακόμα: Για τον πατέρα μου, Γιάννη Κακίση Και να και το Ηρώον το επίσης ταπεινό στην πλατεία τη μικρή πάνω, μόνο με ονόματα, αρκετών όμως κι από τη δική μου γενεά από πολύ παλιά θυσιασμένων –και Κακίσηδες, και Καράμπελες, και Παπασταμάτης, και Μπίκος, και Ντούλης… Και άλλα σπίτια κάποτε δικά μας περισσότερα, ολόγυρα. Κι εγώ βέβαια, πώς αλλιώς; Συγκινημένος. Και με ματιές πάλι πολλές προς τα ωραία μας βουνά πέρα, προς τον κάμπο τον ήρεμο από τα βουνά ανάμεσα, σαν θάλασσα κι αυτός μετά που τον ξαναείδα, σαν παραλία, και σαν βάρκες τα σπιτάκια τού προϊστορικού επίσης Δώριου, κι αυτά αιώνες ήδη με τρικυμίες ως σήμερα, ως εδώ ηρωικά φτασμένα. Την Αγιά Σωτήρα την πλησιάσαμε από το δρόμο της τον κακοτράχαλο. Να μπούμε όμως μέσα δεν μπορέσαμε. Κλειδιά και λουκέτα τη σώζουν στην ερημιά μέχρι τις 6 Αυγούστου, μέχρι το Δεκαπενταύγουστο κατ’ έτος, φαντάζομαι. Αλλά και την Αγιά Σωτήρα την ένιωσα δικιά μου εννοείται, ζωσμένη με επιπλέον τού πατέρα μου τα όσα μου πρόλαβε εκεί γεγονότα, παραμύθια κι ανέκδοτα. Το Ηρώον το επίσης ταπεινό στην πλατεία τη μικρή πάνω μόνο με ονόματα, αρκετών όμως κι από τη δική μου γενεά από πολύ παλιά θυσιασμένων… Δίπλα, στη Μάλθη, τη μικρή επίσης αλλά με πολύ περισσότερα από το Βαρυμπόπι σήμερα νομίζω σπίτια, με περίμενε με ανυπομονησία καταμεσήμερο ο κυρ-Κώστας ο Κωτσομύτης ο αγαπημένος μου, ο επί πολλά χρόνια φροντιστής ιδανικός της πισίνας στον Όμιλο της Βουλιαγμένης, ο τώρα πια συνταξιούχος και με τις ελιές του πάλι ωραία και καλά ξαναναστημένος. «Αν χρειαστώ λάδι φέτος;», τον ρώτησα. «Σ’ άφησα εγώ ποτέ εσένα χωρίς λάδι, Σωτήρη;», μου απάντησε. Όχι. Από το λίγο λάδι, το για μένα κάπως μεταφυσικό, της Αγιά Σωτήρας στα βαφτίσια μου –τα προϊστορικά κι αυτά πια– ως σήμερα, πατρίδα γεμάτη ελιές και τον άγιο της χυμό υπάρχει και για μένα, κυλάει σαν ρυάκι αναζωογονητικό επίμονα μέσα μου. Κι ευτυχώς η Πατρίδα αυτή είναι εκεί ακόμα, στη θέση της, να την αναζητώ, να τη σκέφτομαι, να την ονειρεύομαι ξανά και ξανά. Για να την ξαναδώ. Όπως επιτέλους την ξαναείδα.Στη Μάλθη με περίμενε με ανυπομονησία καταμεσήμερο ο κυρ-Κώστας ο Κωτσομύτης ο αγαπημένος μου, ο επί πολλά χρόνια φροντιστής ιδανικός τής πισίνας στον Όμιλο της Βουλιαγμένης…