Το σχέδιο για τη σύσταση εξειδικευμένης κρατικής εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων (Asset Management Company ή SPV-όχημα ειδικού σκοπού) δεν γίνεται αποδεκτό από τους θεσμούς, οι οποίοι -κυρίως το ευρωπαϊκό τους σκέλος- επιμένουν να ανοίξει πλέον διάπλατα ο δρόμος για απευθείας πωλήσεις δανείων από τις τράπεζες στους περιβόητους «επενδυτές της μιζέριας» -τα λεγόμενα distress funds- που εδώ και χρόνια πολιορκούν τις τράπεζες για να αποκτήσουν έναντι πινακίου φακής σπίτια, ξενοδοχεία και επιχειρήσεις.
Παρότι η συζήτηση μεταξύ της κυβέρνησης και του κουαρτέτου των δανειστών βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη και αναμένεται να κορυφωθεί την Παρασκευή, οι δανειστές δεν αναμένεται να κάνουν βήματα πίσω από την πρότασή τους να υιοθετηθεί στην Ελλάδα το μοντέλο της «εντός ισολογισμού» αντιμετώπισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Δηλαδή της ενεργητικής διαχείρισής τους από τις ίδιες τις τράπεζες, ώστε αφού γίνουν οι απαραίτητες τροποποιήσεις στο θεσμικό πλαίσιο, να μπορούν να πωλούν πακέτα μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών, καταναλωτικών ή επιχειρηματικών δανείων απευθείας σε ιδιωτικά funds με στόχο να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους.
Πρόκειται λίγο-πολύ για το ίδιο μοντέλο που είχε υιοθετήσει και η προηγούμενη κυβέρνηση κατά τις διαπραγματεύσεις με την τότε τρόικα, και το οποίο εφόσον υιοθετηθεί, θα αναβιώσει προσπάθειες εμπορίας «κόκκινων» δανείων όπως αυτές που είχαν επιχειρήσει πέρυσι η Alpha Bank με την Aktua και η Πειραιώς με την KKR, και θα ανοίξει τον δρόμο σε μαζικές εκποιήσεις και πλειστηριασμούς ακινήτων.
Με βάση αυτό το μοντέλο είχε ψηφιστεί ο -ανενεργός σήμερα- «νόμος Δένδια» για τα επιχειρηματικά δάνεια και είχε καταρτιστεί ο «Κώδικας Δεοντολογίας» των τραπεζών για τα δάνεια των νοικοκυριών που είχε επεξεργαστεί η Τράπεζα της Ελλάδος με οδηγίες για την ενεργητική διαχείριση των στεγαστικών και λοιπών δανείων.
Αντίθετες στη λύση αυτή είναι τόσο η κυβέρνηση όσο και οι διοικήσεις των τραπεζών, που δίνουν μάχη να πείσουν για την ανάγκη ίδρυσης εταιρείας διαχείρισης με τη συμμετοχή του Δημοσίου και ιδιωτικών κεφαλαίων, όπως συνέβη με τη NAMA της Ιρλανδίας (51% ιδιώτες και 49% κράτος) το 2009 και τη SAREB στην Ισπανία (55% ιδιώτες και 45% Δημόσιο), όπου πάντως, παρά την ύπαρξή τους, οι μαζικές εξώσεις πολιτών από τις κατοικίες τους δεν αποφεύχθηκαν.
Η κυβέρνηση προκρίνει τον ενδιάμεσο φορέα γιατί θεωρεί ότι με τον τρόπο αυτό θα μπορέσει να αντιμετωπίσει κυρίως τις κοινωνικές επιπτώσεις του δράματος των «κόκκινων» στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων, και οι τράπεζες επειδή θεωρούν πως θα έχουν περισσότερα άμεσα οφέλη αν ξεφορτωθούν τα ζημιογόνα χαρτοφυλάκιά τους πουλώντας τα «ακριβότερα» και πιο γρήγορα σε έναν ενδιάμεσο φορέα με κρατική συμμετοχή, παρά στα «κοράκια» που πληρώνουν μόλις 6-10% επί της αξίας των δανείων.

Πλεονέκτημα στις τράπεζες

Ηδη οι αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που δίνει πλεονέκτημα στις τράπεζες για τους πλειστηριασμούς και η προωθούμενη τροποποίηση του πτωχευτικού δικαίου, που επίσης θα διευκολύνει τις χρεοκοπίες επιχειρήσεων, αποτελούν βήματα τα οποία προετοιμάζουν το νέο τοπίο για την «ενεργητική διαχείριση» των δανείων.
Οι «αντιρρήσεις» των θεσμών και πρωτίστως της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην πρόταση δημιουργίας εξειδικευμένης εταιρείας διαχείρισης τύπου «Bad Bank» άπτονται τόσο του θεσμικού πλαισίου της Ε.Ε. όσο και διαδικαστικών ζητημάτων, ενώ συνδέονται άμεσα με το ελληνικό δημόσιο χρέος αλλά και με την πιθανότητα κουρέματος των καταθέσεων:
■ Το σχέδιο για αμιγώς κρατική Bad Bank προσκρούει στον νόμο που ψηφίστηκε για τη «διάσωση εκ των έσω» των προβληματικών τραπεζών (bail-in). Αν το κράτος συνεισφέρει κεφάλαια για τη δημιουργία τέτοιου φορέα που θα αγοράσει τραπεζικά δάνεια, ενδέχεται να ενεργοποιηθεί η διαδικασία του bail-in που προβλέπει ότι πριν από κάθε κρατική βοήθεια σε τράπεζα πρέπει να κουρευτούν ομολογιούχοι, μέτοχοι και ανασφάλιστοι καταθέτες άνω των 100.000 ευρώ έως και του 8% των κεφαλαίων.
■ Υπάρχει κίνδυνος επίσης ακόμη και αν η συμμετοχή του κράτους στον φορέα είναι μικρότερη του 51% (λ.χ 30-40%) αυτό να κριθεί από τις ευρωπαϊκές αρχές ανταγωνισμού έμμεση κρατική ενίσχυση.
■ Ζήτημα εγείρεται και για το αν τα κεφάλαια που θα βάλει το κράτος ως συμμετοχή, θα προσμετρηθούν στο δημόσιο χρέος.
■ Αμφισβητείται η δυνατότητα του Δημοσίου να οργανώσει γρήγορα (ουσιαστικά μέχρι το τέλος του έτους) τις υποδομές και τη λειτουργία ενός τέτοιου φορέα.

Ελεγκτές της ΕΚΤ για τα stress tests

Ελεγκτές της ΕΚΤ για τα stress tests
Το αν θα υπάρξει ή όχι άμεσα συμφωνία για το μοντέλο διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων που ξεπερνούν τα 80 δισ. ευρώ, θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό και τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών. Στην κυβέρνηση φοβούνται ότι πιθανόν οι απαιτήσεις που θα δείξουν τα stress tests θα είναι «αρκετά φουσκωμένες» σε πρόσθετα κεφάλαια, από τη στιγμή που επιλεγεί η λύση της διαχείρισης των δανείων αυτόνομα από τις τράπεζες, επειδή οι υποθέσεις που θα γίνουν είναι ότι οι τράπεζες δεν θα καταφέρουν να ανακτήσουν σημαντικά ποσά από τις πωλήσεις δανείων σε funds.
Ενδεικτικά ο υπουργός Οικονομίας Γ. Σταθάκης που χειρίζεται το θέμα των «κόκκινων» δανείων δήλωσε χθες ότι οι αποφάσεις για την ανακεφαλαιοποίηση θα πρέπει να συνδυαστούν χρονικά με αυτές για τα «κόκκινα» δάνεια καθώς, όπως είπε, τα δύο θέματα αλληλοεπηρεάζονται. Ωστόσο, κυβερνητικά στελέχη έλεγαν ότι οι συζητήσεις για το θέμα έχουν ακόμη πολύ δρόμο μπροστά τους.
Από την άλλη, πληροφορίες θέλουν την κυβέρνηση και τους δανειστές να έχουν συμφωνήσει ήδη στο μοντέλο ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, απορρίπτοντας τη λύση της απευθείας χρηματοδότησης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) καθώς αυτό θα σήμαινε πιθανότητα κούρεμα των ανασφάλιστων καταθέσεων (άνω των 100.000 ευρώ) και προκρίνοντας είτε το σενάριο νέας ανακεφαλαιοποίησης μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας είτε –σύμφωνα με κάποιες σκέψεις- μέσω του «υπερταμείου» αποκρατικοποιήσεων.
Η επικεφαλής του ενιαίου ευρωπαϊκού μηχανισμού εποπτείας των τραπεζών, Ντανιέλ Νουί, ανέφερε χθες σε επιστολή της ότι οι όποιες κεφαλαιακές ανάγκες ανακύψουν για τις ελληνικές τράπεζες θα μπορούσαν να καλυφθούν από το κονδύλι των 25 δισ. ευρώ το οποίο προβλέπεται να δοθεί μέσω του τρίτου προγράμματος για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Σε κάθε περίπτωση στόχος είναι οι όποιες ανάγκες αναδειχθούν από τις διαδικασίες ελέγχου της ποιότητας ενεργητικού που ήδη έχουν ξεκινήσει (σ.σ. σήμερα έρχονται στην Ελλάδα τα κλιμάκια της ΕΚΤ) και των stress tests που θα ακολουθήσουν, να καλυφθούν πριν τελειώσει το 2015 ώστε να περιοριστεί ο κίνδυνος κουρέματος των ανασφάλιστων καταθέσεων, δεδομένου ότι η ισχύς του σχετικού νόμου για τη «διάσωση εκ των έσω» στις τράπεζες ξεκινά από την 1η Ιανουαρίου 2016.
Πηγή efsyn.gr