Για τη μελέτη του Κωσνταντίνου Μ. Σοφούλη Το πανεπιστήμιο ως σχολείο - Αναζητώντας το εκπαιδευτικό αποτύπωμα (εκδ. Gutenberg)
Του Σωτήρη Βανδώρου
Η οικονομική κρίση ήρθε να προστεθεί στα συσσωρευμένα προβλήματα που αντιμετωπίζει το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο και να τους δώσει δραματική διάσταση. Ήδη τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα με το 30% των πόρων που διέθεταν προ κρίσης. Δεν χρειάζεται κανείς να διαθέτει προφητικές ιδιότητες για να προβλέψει ότι σε λίγα χρόνια ο ακαδημαϊκός χάρτης της χώρας θα έχει συρρικνωθεί και μεταβληθεί σημαντικά. Αλλά βεβαίως είναι δύσκολο να φανταστεί το βάθος, την έκταση και κυρίως την ακριβή κατεύθυνση των αλλαγών. Τι θέλουμε όμως από το πανεπιστήμιο σήμερα; Υπάρχει κάποιο σχέδιο; Είναι σαφείς οι προτεραιότητες; Ασφαλώς όχι.
Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα μεγάλα ζητήματα, η κατάσταση έχει πολωθεί σε δυο στρατόπεδα.
Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα μεγάλα ζητήματα, η κατάσταση έχει πολωθεί σε δυο στρατόπεδα. Για το πρώτο, τα προβλήματα ερμηνεύονται κυρίως ως ενδιάθετα της εσωτερικής του λειτουργίας. Μπορεί η οικονομική κρίση να τα έχει επιτείνει, αλλά το μείζον είναι ότι το πανεπιστήμιο έχει προ πολλού μετατραπεί σε χώρο «ανομίας», διαφθοράς κι αναποτελεσματικότητας όπου τεμπέληδες καθηγητές συναλλάσσονται με φοιτητοπατέρες, κατασπαταλώντας δημόσιους πόρους σε βάρος πρωτίστως των φοιτητών που παίρνουν πτυχία που οδηγούν στην ανεργία. Επομένως, σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, πρέπει αφενός να υπάρξει μια αυταρχική διευθέτηση που θα σαρώσει κάθε κατάλοιπο μιας, όπως αποδείχτηκε, υπερβολικά «επιτρεπτικής» δημοκρατίας, αφετέρου θα «ανοίξει» το πανεπιστήμιο στην αγορά, εξορθολογίζοντας έτσι όχι μόνο το κόστος του, αλλά και τον ίδιο του τον προσανατολισμό. Για το δεύτερο στρατόπεδο, όλα τα δεινά του πανεπιστημίου προέρχονται από ένα κράμα νεοφιλελεύθερων κι ακροδεξιών πολιτικών επιλογών που επιδιώκουν να διαλύσουν το δημόσιο πανεπιστήμιο και να το παραδώσουν στις αδηφάγες δυνάμεις του καπιταλισμού.
Άγονη αντιπαράθεση
Κι αν ομολογουμένως η αντιπαράθεση όπως συνοψίστηκε εδώ είναι σχηματική σαν καρικατούρα, παρόλα αυτά διαρκώς η επικαιρότητα τείνει να επιβεβαιώνει την απήχησή της. Φερ’ ειπείν, λίγες μέρες πριν, από τη μία είχαμε τη δημόσια δήλωση (παραιτημένου πλέον) αναπληρωτή πρύτανη ότι η (πανεπιστημιακή) εξουσία πρέπει να εκφασιστεί, γιατί μόνον αν φάει καμιά σφαλιάρα θα συμμορφωθεί ο Έλληνας, κι από την άλλη τα υμνητικά σχόλια στο διαδίκτυο για την ενέργεια φοιτητή που άδειασε το περιεχόμενο κάδου απορριμμάτων στο γραφείο έτερου αναπληρωτή πρύτανη ως εξεγερτική, υπέρ της δημοκρατίας πράξη.
Τα περισσότερα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας νιώθουν άβολα να καταταγούν σε ένα από τα δυο στρατόπεδα.
Κι αν είναι γεγονός ότι πολλά, ενδεχομένως και τα περισσότερα από τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας θα ένιωθαν άβολα να καταταγούν σε ένα από τα δυο στρατόπεδα, την ίδια στιγμή αισθάνονται ανήμπορα να επηρεάσουν την πορεία των πραγμάτων. Μας λείπουν οι αδογμάτιστες, διαφοροποιημένες προσεγγίσεις που μπορούν να ξεδιαλύνουν το δίκιο της μιας και της άλλης πλευράς και να τοποθετήσουν τα επίμαχα ζητήματα στη βάση μιας ειλικρινούς, ανοιχτής συζήτησης κι όχι στη συνθηματολογική αντιπαράθεση που προσχηματικά επικαλείται το δημόσιο συμφέρον, την ίδια στιγμή που στην πράξη το ταυτίζει με τα επιμεριστικά μικροσυμφέροντά της.
Μια αδογμάτιστη προσέγγιση
Το βιβλίο του ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αιγαίου Κωνσταντίνου Μ. Σοφούλη Το πανεπιστήμιο ως σχολείο αποτελεί μια από τις λιγοστές περιπτώσεις, τα τελευταία χρόνια, που διατυπώνεται εμπεριστατωμένα αυτό ακριβώς που θα έπρεπε να συνιστά την αφετηρία κάθε σκέψης, διαλόγου και δημόσιας πολιτικής: ένας απροκατάληπτος, (αυτο)κριτικός αναστοχασμός της εξέλιξης του πανεπιστημιακού θεσμού, μια απόπειρα διάγνωσης (που περιλαμβάνει ιεράρχηση) των προβλημάτων και ένα γενικό σχεδίασμα του τι συνιστά ένα σύγχρονο πανεπιστήμιο με βάση την εξέταση διαφορετικών θεωρητικών μοντέλων, αλλά και την αξιολόγηση των διεθνών τάσεων.
Εδώ επιλεκτικά μόνον θα αναφερθούμε σε σημεία του που ξεχωρίζουμε κι επομένως δεν αποδίδουμε δίκαια την εσωτερική συνοχή και το θεματικό εύρος που διέπει το ενδιαφέρον αυτό δοκίμιο. Ξεκινώντας από τη θέση που τιτλοδοτεί το βιβλίο, ο Σοφούλης ισχυρίζεται ότι το πανεπιστήμιο πρέπει να ιδωθεί (και) ως σχολείο υπό την έννοια ότι αποτελεί έναν τόπο όπου εκτός της εξειδικευμένης γνώσης που λαμβάνει ο κάθε φοιτητής εξακολουθεί να δια-μορφώνεται ως προσωπικότητα και ως πολίτης. Για τον συγγραφέα αυτή δεν είναι μόνο μια ουσιώδης διάσταση της κληρονομιάς του Διαφωτισμού, αλλά κάτι που έχει προτεραιότητα έναντι άλλων λειτουργιών του πανεπιστημίου. Αμέσως-αμέσως αυτό οδηγεί σε μια σύλληψή του που απέχει παρασάγγας από το πανεπιστήμιο ως κέντρο επαγγελματικής κατάρτισης ή που το ανάγει σε οικονομικό μέγεθος (τι προσφέρει στην οικονομία;). Ο συγγραφέας δεν υποστηρίζει βεβαίως ότι το πανεπιστήμιο πρέπει να αδιαφορεί για την αγορά, πόσω μάλλον να την εχθρεύεται, αλλά ότι δεν θα πρέπει αγοραία κριτήρια να εμφιλοχωρούν στην ίδια τη συγκρότηση του προγράμματος σπουδών ή στη διοίκησή του. Εν προκειμένω προβληματίζεται από το γεγονός ότι τις τελευταίες δεκαετίες η διεθνής τάση είναι η ολοένα και μεγαλύτερη ενίσχυση της επιστημονικής έρευνας σε βάρος της διδασκαλίας, η μετατόπιση του κέντρου βάρους από τις προπτυχιακές στις μεταπτυχιακές σπουδές, και η άσκηση διοίκησης με μεθόδους και κριτήρια ιδιωτικής εταιρίας.
Αβεβαιότητες, σκέψεις, προϋποθέσεις
Προβληματίζεται από το γεγονός ότι τις τελευταίες δεκαετίες η διεθνής τάση είναι η ολοένα και μεγαλύτερη ενίσχυση της επιστημονικής έρευνας σε βάρος της διδασκαλίας, η μετατόπιση του κέντρου βάρους από τις προπτυχιακές στις μεταπτυχιακές σπουδές, και η άσκηση διοίκησης με μεθόδους και κριτήρια ιδιωτικής εταιρίας.
Εδώ, μολονότι προσυπογράφουμε με τα δυο μας χέρια, αισθανόμαστε ότι χρειάζονται ισχυρότερα επιχειρήματα από αυτά που προβάλλονται στο βιβλίο αν σκοπός είναι να κλονιστούν οι βεβαιότητες όσων καλοβλέπουν το μοντέλο του επιχειρηματικού πανεπιστημίου. Κι αυτό γιατί κάποιος μπορεί να αντιτείνει ότι το πανεπιστήμιο ως σχολείο παραπέμπει σε παλαιότερες εποχές όταν μετά τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση συνέχιζαν σπουδές μόνον οι γόνοι των ελίτ, ενώ αντίθετα με τον εκδημοκρατισμό της εκπαίδευσης συνολικά, το σχολείο έχει αναβαθμιστεί και είναι πλέον αχρείαστο το πανεπιστήμιο να αναλαμβάνει τμήμα του δικού του ρόλου.
Ένα δεύτερο σημείο που δίνει τροφή για προβληματισμό είναι οι παρατηρήσεις του Σοφούλη σχετικά με τις προϋποθέσεις επιτυχούς μεταρρύθμισης στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Επικρίνει την κοντόφθαλμη αντίληψη ότι οι (όποιες) αλλαγές θα προέλθουν με αναδιοργάνωση της διοίκησης (άσχετα αν και ορισμένες τέτοιες μπορεί να είναι απαραίτητες) και προβάλλει επιτακτικά το ζήτημα της αλλαγής κουλτούρας (συνεννόησης) ως κρίσιμης συνθήκης. Εδώ είναι τα δύσκολα. Ο κατακερματισμός και η πολυδιάσπαση της οργάνωσης των κοινωνικών συμφερόντων στην Ελλάδα σε συνδυασμό με αυτό που οι κοινωνικοί επιστήμονες αποκαλούν χαμηλό κοινωνικό κεφάλαιο –κατεξοχήν την εδραιωμένη έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους άλλους– ευνοούν τον ανταγωνισμό και τη σύγκρουση, όχι τη συναίνεση και το συμβιβασμό (που θα είχαν νόημα για τα θεμελιώδη, τουλάχιστον, εν μέσω της κρίσης). Σε αυτά προστίθενται αυτό που ο συγγραφέας αποκαλεί μαζικοποίηση alla greca του ελληνικού πανεπιστημίου, δηλαδή ότι το άνοιγμά του προς την κοινωνία και ο εκδημοκρατισμός του απέκτησαν γρήγορα στρεβλές διαστάσεις, εφόσον ο καλοδεχούμενος εξισωτισμός προσέλαβε συχνά τη μορφή της ισοπέδωσης και η εναντίωση σε μορφές αυταρχισμού (όπως συνιστούσε η λειτουργία του θεσμού της πανεπιστημιακής έδρας) συμπαρέσυρε την απόρριψη κάθε αυθεντίας και τελικά κάθε κανόνα.