google.com, pub-4409140963597879, DIRECT, f08c47fec0942fa0 ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ: Ο ανάπηρος και ο αφέντης

ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ: Ο ανάπηρος και ο αφέντης

 Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
             Νέος, μακριά από το ραγισμένο πατρικό κεραμίδι, βρέθηκα σε χωριό σφιλιασμένο στους βράχους και πνιγμένο στο γαϊδουράγκαθο. Είχα  χάσει τον ουρανό, οι άνεμοι ούρλιαζαν μέσα στα θάμνα, οι μέρες μου απλώνονταν μπροστά μου σαν κιτρινισμένα χαρτιά.
             Με κράτησαν κοντά του οι καρδούλες των μαθητών μου. Όλες  τους ζυμαράκι  ζητούσαν κάποιον να τις πλάσει. Κι εγώ μπορούσα να το κάνω δαρμένος στον ανεμοστρόβιλο του βιβλίου. Πώς να τις αφήσω;  Φιλιώθηκα με την ερημιά, έμεινα και νανουρισμένος από το τραγούδι τους εν μέσω των ανθούντων ψυχών τους, τις νοιαζόμουνα για τρία χρόνια.  
           Εκεί γνώρισα και το αϊτόπουλο τον Οδυσσέα.  Είχε πάρει το αποφυλακιστήριο  από τη χούντα, ζούσε σε καλύβη και τον χόρταινε ο γείτονας με ψίχουλα. Είχε τα πνευμόνια του σάπια, το δεξί του ποδάρι κουτσό και περπατούσε βασταζόμενος σε βακτηρία. Η σύνταξη αναπηρίας φορτωμένη σε πεζοπόρα χελώνα δεν έλεγε να φανεί στη στροφή και το ζην του αξιοπρεπώς συνθλιβόταν σε βράχους κοφτερούς.
          Φύσηξε ένας γρεγολεβάντες καυτός, η ελπίδα της αλλαγής άφησε την τρώγλη της κι ένας αφέντης πολιτικός πάτησε  τη στέρφα γαία του χωριού. Στρώθηκε στο τραπέζι, άπλωσε τα άδεια σακούλια του και περίμενε τους νηστικούς να τον θρέψουν με την ψήφο τους για να τους φάει σαν λύκος μετά τις εκλογές. Μαζεύτηκαν γέροντες εκατόχρονοι σαν τις οξιές, κολίγοι με μάγουλο σταφιδιασμένο, ξυλοκόποι και καμινάδες γεμάτοι ροζακιές, βοσκοί τρεφόμενοι με βελανίδι, κοκαλιάρηδες χορτοσυλλέκτες της αϊτοράχης και της ρεματιάς.
           Μιλούσε και ο Οδυσσέας σκυμμένος έγδερνε με τη μαγκούρα του το χώμα. Στο τέλος του λόγου του αφέντη,  άκρως συγκινητικός του είπε: << Χρόνους δυο περιμένω την σύνταξη την αναπηρική. Φάρμακό μου το βότανο, τα ξόρκια και οι παπάδες με τα τετραβάγγελα και τα εικονίσματα. Δε με γιατρεύουν, το λάκκο μου σκάβουν. Λιώνω και σβήνω στο καλύβι μου, ζω με το λιβανισμένο πρόσφορο του παπα – Μέλιου, δράκοι παλεύουν στα σπλάχνα μου, οι σκούληκες της αρρώστιας μου τρώνε και το τελευταίο κομματάκι. Κι όσο το χελωνάκι με τη σύνταξη αργεί ο χάροντας με περιμένει >>.
          Ο αφέντης έσκασε γέλιο που έσταζε όξος και χολή. Ο Οδυσσέας συνέχισε: << Με τι πόδι να δουλέψω; Το ‘λιωσαν οι Εσατζήδες, μετά το εργοστάσιο, θρύψαλο το κόκκαλο, σάπια κλωστούλα το νεύρο, η πατούσα πληγή ανοιχτή >>.
         Ο μαγκιόρος αφέντης ξαναγέλασε. Ο Οδυσσέας το βιολί του:       << Πλήρωσα και την τελευταία δεκάρα στο κράτος, γιατί με κλέβετε; >>
        Κι όταν ο συλλέκτης ψήφων έγινε ατίθασο άλογο και το ‘βαλε στα πόδια για να μπει στη λιμουζίνα του, ο Οδυσσέας έγινε χνουδωτός δράκος, ανέμισε το μαγκούρι του και απολαμβάνοντας τον ψυχικό τάραχο του φυγά πολιτικού, ανάβλυσε το φλογερό του λόγο: << Η φάρα σου έχει ευαγγέλιο << το άρπαξε να φας και κλέψε να ‘χεις >> πώς να περισσέψει ψίχουλο και για μας! >>  

Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη