Την δεκαετία του '60 ο Μπάμπης Βωβός ταξίδεψε αρκετές φορές στις ΗΠΑ. Κάθε φορά που επέστρεφε στην Αθήνα, την παρατηρούσε και με άλλο μάτι. Πώς θα μπορούσε αυτή η πόλη να αλλάξει; Πώς θα μπορούσε να γίνει δυναμική, σύγχρονη, επιβλητική σαν το Μανχάταν που τόσο λάτρευε ο ίδιος; Η εμμονή του με το γυαλί και το ατσάλι γινόταν όλο και πιο έντονη. Και όταν ένας συνδυασμός εργατικότητας, καλών διασυνδέσεων και συγκυριών του έδωσε την ευκαιρία, ο Μπάμπης Βωβός το τόλμησε.
Πολλοί σήμερα μιλούν για ένα αρχιτεκτονικό έκτρωμα. Άλλοι συγκινούνται μεν από τα σύμβολα της αθηναϊκής ανάπτυξης, αλλά τα βλέπουν υπό ένα άλλο πρίσμα σήμερα, στην Ελλάδα της κατάρρευσης. Υπό αυτό το πρίσμα και η είδηση της περασμένης εβδομάδας, ότι ο Μπάμπης Βωβός συνελήφθη για χρέη 1,2 εκατ. ευρώ προς το Δημόσιο και το ΙΚΑ, δεν συγκίνησε και πολλούς. Νωρίτερα, τον Οκτώβριο, ο επιχειρηματίας είχε καταθέσει αίτηση υπαγωγής στο άρθρο 99 του πτωχευτικού κώδικα. Η κατάρρευση της πάλαι ποτέ αυτοκρατορίας του έγινε όμως με τέτοιο ρυθμό, που απλά δεν προλάβαινε πια να σώσει τίποτε. Πώς, όμως, έφτασε από υπερκατασκευαστής της λεωφόρου Κηφισιάς να κινδυνεύει να ζήσει τα τελευταία του χρόνια στη φυλακή;
Από τα Φιλιατρά στο Μανχάταν
Ο Χαράλαμπος Βωβός γεννήθηκε πριν από 79 χρόνια στα Φιλιατρά της Μεσσηνίας. Ήταν το όγδοο παιδί μιας οικογένειας φτωχικής, αγροτικής. Το αστικό τοπίο και οι παρεμβάσεις σ' αυτό ήταν ένα πολύ μακρινό όνειρο για τον πιτσιρίκο Μπάμπη, του οποίου ο πατέρας επέμενε ότι έπρεπε να γίνει αγροφύλακας. Αλλά ο μικρός ήταν μελετηρός και ήθελε να φύγει από την επαρχία. Τα κατάφερε, όταν στην δεκαετία του '50 ήλθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο.
Στα μέσα της δεκαετίας του '50 ξεκινά την πρώτη του δουλειά ως Πολιτικός Μηχανικός στο γραφείο «Νικολαΐδης και Καλφόπουλος» στην οδό Στουρνάρη, ενώ το 1957, πολλά χρόνια πριν η Μύκονος γίνει μόδα, αποφασίζει να δραστηριοποιηθεί εκεί. Συνεταιρίζεται με δύο ντόπιους, αγοράζοντας και πουλώντας ακίνητα, μια δραστηριότητα που σε λίγα χρόνια θα του αποφέρει εντυπωσιακά έσοδα.
Η πρώτη του μεγάλη δουλειά, πάντως, γίνεται με το Δημόσιο, το ταραγμένο '68. Επί Χούντας θα κατασκευάσει το υπουργείο Δημοσίων Έργων στη γωνία λ. Αλεξάνδρας και Χαριλάου Τρικούπη, ενώ το 1975, επί Κωνσταντίνου Τσάτσου, θα έχει συμμετοχή στην ανακαίνιση του Προεδρικού Μεγάρου.
Το όνειρό του, για ένα «αθηναϊκό Μανχάταν» θ' αρχίσει να μετουσιώνεται στο τέλος της δεκαετίας του '70. Το εμπορικό κέντρο Atrina, με αρχιτέκτονα τον περίφημο Ιωάννη Βικέλα, θα ξεκινήσει να χτίζεται το 1978. Το 1980 είναι ήδη το σύμβολο της λ. Κηφισιάς, ένα πανύψηλο κτήριο από γυαλί που θα θέσει τα στάνταρ για αυτά που θα ακολουθήσουν.
Ο Μπάμπης Βωβός πίστευε ότι –με τη βοήθεια και της μεταφοράς του συντελεστή δόμησης- θα μπορούσε να πετύχει να δημιουργήσει ένα νέο κέντρο κοντά στο Μαρούσι, επί μιας λεωφόρου που ευνοούσε την ταχεία κίνηση, «κλέβοντας» έτσι πληθυσμό από το κέντρο και στήνοντας μια τεράστια επιχειρηματική δραστηριότητα που θα ζητούσε νέα κτήρια, νέες υποδομές, νέες υπηρεσίες.
Ο Τζανίκος και η Βάσω
Γι' αυτό το τελευταίο, βέβαια, θα χρειαζόταν και τις κατάλληλες διασυνδέσεις. Δεν έφτανε, δηλαδή, μόνο η εργατικότητά του και η δημιουργικότητά του. Χρειαζόταν και τους κατάλληλους ανθρώπους που θα έδιναν το ΟΚ. Και ο μεγαλύτερος σύμμαχος που βρήκε ποτέ ήταν ο Παναγιώτης Τζανίκος. Ο δήμαρχος Αμαρουσίου σε μια από τις πιο σημαντικές περιόδους του ιστορικού αυτού Δήμου (στην εποχή δηλαδή κοντά στους Ολυμπιακούς Αγώνες) και η πρώην υπουργός Βιομηχανίας και Δημοσίων Έργων, Βάσω Παπανδρέου, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τον διευκολύνουν.
Η Βάσω χρειαζόταν όλα τα έργα γρήγορα, ο Τζανίκος ήθελε το Μαρούσι να γίνει πιο πλούσιος Δήμος της χώρας. Και τα κτήρια του Μπάμπη Βωβού ήταν το κλειδί. Γιατί ο Babis Vovos, όπως τον ξέρει όλη η Ελλάδα, είχε αποκτήσει το know how από όσα έκανε από την δεκαετία του '80 και μετά. Η ψήφιση, στις αρχές της δεκαετίας εκείνης, από τη Βουλή του νόμου περί μεταφοράς του συντελεστή δόμησης, βρήκε τον Μπάμπη Βωβό έτοιμο από καιρό. Αγοράζοντας με αντιπαροχή ό,τι οικόπεδο μπορούσε να βρει κοντά στην λ. Κηφισιάς, δίνοντας ποσοστά που έφταναν το 90%, όταν η αγορά έδινε περίπου 40%, και μεταφέροντας στη συνέχεια συντελεστές από άλλες περιοχές, του επέτρεπε να χτίζει τεράστια κτήρια σε οικόπεδα που μέχρι τότε θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν πολύ μικρότερα.
Ο Παναγιώτης Τζανίκος έπαιξε παρέα με τον Βωβό σε όλο του το παιχνίδι. Εν όψει Ολυμπιακών Αγώνων αγόρασε ο ίδιος, ο Δήμος δηλαδή, οικόπεδα στην περιοχή και ανέθεσε τα υπόλοιπα στον Βωβό. Το Μάρτιο του 2001, ο Δήμος Αμαρουσίου υπέγραψε μνημόνιο συνεργασίας με τον οργανισμό Αθήνα 2004 για το «Χωριό Τύπου». Η τελική έκταση θα έφτανε τα 202 στρέμματα. Τα περισσότερα ανήκαν ήδη στον Δήμο Αμαρουσίου! Η διαδικασία αυτή προκάλεσε την αυτεπάγγελτη δίωξη του εισαγγελέα για κακούργημα εναντίον του δημάρχου. Η υπόθεση έκτοτε έχει μπει στο αρχείο.
Το τέλος της αυτοκρατορίας
Με την κατάργηση του νόμου περί μεταφοράς του συντελεστή δόμησης και το πέρας των Ολυμπιακών Αγώνων, ο Μπάμπης Βωβός έπρεπε να αλλάξει τρόπο κέρδους. Οι δραστηριότητές του περιορίστηκαν στην διαχείριση των κτηρίων του. Το μοντέλο που ακολουθούσε μετά την κατασκευή τους ήταν το εξής: Πουλούσε το κομμάτι του κτηρίου που του αναλογούσε μετά την αντιπαροχή σε κάποιο φορέα που δεν θα χρησιμοποιούσε το ακίνητο, αλλά απλά το αγόραζε ως επένδυση (π.χ. Εκκλησία, Δήμο, Δημόσιο, μεγαλοκεφαλαιούχους ιδιώτες). Στη συνέχεια το νοίκιαζε από αυτούς με χαμηλό κόστος για πολλά χρόνια και το υπενοικίαζε σε εταιρείες με πολύ υψηλότερο, κερδίζοντας στην ουσία από την διαχείριση του κτηρίου που κατασκεύαζε.
Όταν, όμως, προέκυψε μια ευκαιρία που φαινόταν πολύ καλή, με την κατασκευή του νέου γηπέδου του Παναθηναϊκού στον Ελαιώνα, ο Μπάμπης Βωβός θέλησε να επιστρέψει σ' αυτό που ήξερε να κάνει τέλεια. Αλλά, φαίνεται ότι είχε πια «σκουριάσει». Δεν υπολόγισε σωστά όλους τους παράγονες. Ή άφησε τα αρνητικά στοιχεία του χαρακτήρα του, την υπεροψία του, κυρίως, να τον παρασύρουν.
Πολλοί σήμερα μιλούν για ένα αρχιτεκτονικό έκτρωμα. Άλλοι συγκινούνται μεν από τα σύμβολα της αθηναϊκής ανάπτυξης, αλλά τα βλέπουν υπό ένα άλλο πρίσμα σήμερα, στην Ελλάδα της κατάρρευσης. Υπό αυτό το πρίσμα και η είδηση της περασμένης εβδομάδας, ότι ο Μπάμπης Βωβός συνελήφθη για χρέη 1,2 εκατ. ευρώ προς το Δημόσιο και το ΙΚΑ, δεν συγκίνησε και πολλούς. Νωρίτερα, τον Οκτώβριο, ο επιχειρηματίας είχε καταθέσει αίτηση υπαγωγής στο άρθρο 99 του πτωχευτικού κώδικα. Η κατάρρευση της πάλαι ποτέ αυτοκρατορίας του έγινε όμως με τέτοιο ρυθμό, που απλά δεν προλάβαινε πια να σώσει τίποτε. Πώς, όμως, έφτασε από υπερκατασκευαστής της λεωφόρου Κηφισιάς να κινδυνεύει να ζήσει τα τελευταία του χρόνια στη φυλακή;
Από τα Φιλιατρά στο Μανχάταν
Ο Χαράλαμπος Βωβός γεννήθηκε πριν από 79 χρόνια στα Φιλιατρά της Μεσσηνίας. Ήταν το όγδοο παιδί μιας οικογένειας φτωχικής, αγροτικής. Το αστικό τοπίο και οι παρεμβάσεις σ' αυτό ήταν ένα πολύ μακρινό όνειρο για τον πιτσιρίκο Μπάμπη, του οποίου ο πατέρας επέμενε ότι έπρεπε να γίνει αγροφύλακας. Αλλά ο μικρός ήταν μελετηρός και ήθελε να φύγει από την επαρχία. Τα κατάφερε, όταν στην δεκαετία του '50 ήλθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο.
Στα μέσα της δεκαετίας του '50 ξεκινά την πρώτη του δουλειά ως Πολιτικός Μηχανικός στο γραφείο «Νικολαΐδης και Καλφόπουλος» στην οδό Στουρνάρη, ενώ το 1957, πολλά χρόνια πριν η Μύκονος γίνει μόδα, αποφασίζει να δραστηριοποιηθεί εκεί. Συνεταιρίζεται με δύο ντόπιους, αγοράζοντας και πουλώντας ακίνητα, μια δραστηριότητα που σε λίγα χρόνια θα του αποφέρει εντυπωσιακά έσοδα.
Η πρώτη του μεγάλη δουλειά, πάντως, γίνεται με το Δημόσιο, το ταραγμένο '68. Επί Χούντας θα κατασκευάσει το υπουργείο Δημοσίων Έργων στη γωνία λ. Αλεξάνδρας και Χαριλάου Τρικούπη, ενώ το 1975, επί Κωνσταντίνου Τσάτσου, θα έχει συμμετοχή στην ανακαίνιση του Προεδρικού Μεγάρου.
Το όνειρό του, για ένα «αθηναϊκό Μανχάταν» θ' αρχίσει να μετουσιώνεται στο τέλος της δεκαετίας του '70. Το εμπορικό κέντρο Atrina, με αρχιτέκτονα τον περίφημο Ιωάννη Βικέλα, θα ξεκινήσει να χτίζεται το 1978. Το 1980 είναι ήδη το σύμβολο της λ. Κηφισιάς, ένα πανύψηλο κτήριο από γυαλί που θα θέσει τα στάνταρ για αυτά που θα ακολουθήσουν.
Ο Μπάμπης Βωβός πίστευε ότι –με τη βοήθεια και της μεταφοράς του συντελεστή δόμησης- θα μπορούσε να πετύχει να δημιουργήσει ένα νέο κέντρο κοντά στο Μαρούσι, επί μιας λεωφόρου που ευνοούσε την ταχεία κίνηση, «κλέβοντας» έτσι πληθυσμό από το κέντρο και στήνοντας μια τεράστια επιχειρηματική δραστηριότητα που θα ζητούσε νέα κτήρια, νέες υποδομές, νέες υπηρεσίες.
Ο Τζανίκος και η Βάσω
Γι' αυτό το τελευταίο, βέβαια, θα χρειαζόταν και τις κατάλληλες διασυνδέσεις. Δεν έφτανε, δηλαδή, μόνο η εργατικότητά του και η δημιουργικότητά του. Χρειαζόταν και τους κατάλληλους ανθρώπους που θα έδιναν το ΟΚ. Και ο μεγαλύτερος σύμμαχος που βρήκε ποτέ ήταν ο Παναγιώτης Τζανίκος. Ο δήμαρχος Αμαρουσίου σε μια από τις πιο σημαντικές περιόδους του ιστορικού αυτού Δήμου (στην εποχή δηλαδή κοντά στους Ολυμπιακούς Αγώνες) και η πρώην υπουργός Βιομηχανίας και Δημοσίων Έργων, Βάσω Παπανδρέου, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τον διευκολύνουν.
Η Βάσω χρειαζόταν όλα τα έργα γρήγορα, ο Τζανίκος ήθελε το Μαρούσι να γίνει πιο πλούσιος Δήμος της χώρας. Και τα κτήρια του Μπάμπη Βωβού ήταν το κλειδί. Γιατί ο Babis Vovos, όπως τον ξέρει όλη η Ελλάδα, είχε αποκτήσει το know how από όσα έκανε από την δεκαετία του '80 και μετά. Η ψήφιση, στις αρχές της δεκαετίας εκείνης, από τη Βουλή του νόμου περί μεταφοράς του συντελεστή δόμησης, βρήκε τον Μπάμπη Βωβό έτοιμο από καιρό. Αγοράζοντας με αντιπαροχή ό,τι οικόπεδο μπορούσε να βρει κοντά στην λ. Κηφισιάς, δίνοντας ποσοστά που έφταναν το 90%, όταν η αγορά έδινε περίπου 40%, και μεταφέροντας στη συνέχεια συντελεστές από άλλες περιοχές, του επέτρεπε να χτίζει τεράστια κτήρια σε οικόπεδα που μέχρι τότε θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν πολύ μικρότερα.
Ο Παναγιώτης Τζανίκος έπαιξε παρέα με τον Βωβό σε όλο του το παιχνίδι. Εν όψει Ολυμπιακών Αγώνων αγόρασε ο ίδιος, ο Δήμος δηλαδή, οικόπεδα στην περιοχή και ανέθεσε τα υπόλοιπα στον Βωβό. Το Μάρτιο του 2001, ο Δήμος Αμαρουσίου υπέγραψε μνημόνιο συνεργασίας με τον οργανισμό Αθήνα 2004 για το «Χωριό Τύπου». Η τελική έκταση θα έφτανε τα 202 στρέμματα. Τα περισσότερα ανήκαν ήδη στον Δήμο Αμαρουσίου! Η διαδικασία αυτή προκάλεσε την αυτεπάγγελτη δίωξη του εισαγγελέα για κακούργημα εναντίον του δημάρχου. Η υπόθεση έκτοτε έχει μπει στο αρχείο.
Το τέλος της αυτοκρατορίας
Με την κατάργηση του νόμου περί μεταφοράς του συντελεστή δόμησης και το πέρας των Ολυμπιακών Αγώνων, ο Μπάμπης Βωβός έπρεπε να αλλάξει τρόπο κέρδους. Οι δραστηριότητές του περιορίστηκαν στην διαχείριση των κτηρίων του. Το μοντέλο που ακολουθούσε μετά την κατασκευή τους ήταν το εξής: Πουλούσε το κομμάτι του κτηρίου που του αναλογούσε μετά την αντιπαροχή σε κάποιο φορέα που δεν θα χρησιμοποιούσε το ακίνητο, αλλά απλά το αγόραζε ως επένδυση (π.χ. Εκκλησία, Δήμο, Δημόσιο, μεγαλοκεφαλαιούχους ιδιώτες). Στη συνέχεια το νοίκιαζε από αυτούς με χαμηλό κόστος για πολλά χρόνια και το υπενοικίαζε σε εταιρείες με πολύ υψηλότερο, κερδίζοντας στην ουσία από την διαχείριση του κτηρίου που κατασκεύαζε.
Όταν, όμως, προέκυψε μια ευκαιρία που φαινόταν πολύ καλή, με την κατασκευή του νέου γηπέδου του Παναθηναϊκού στον Ελαιώνα, ο Μπάμπης Βωβός θέλησε να επιστρέψει σ' αυτό που ήξερε να κάνει τέλεια. Αλλά, φαίνεται ότι είχε πια «σκουριάσει». Δεν υπολόγισε σωστά όλους τους παράγονες. Ή άφησε τα αρνητικά στοιχεία του χαρακτήρα του, την υπεροψία του, κυρίως, να τον παρασύρουν.