
Συνδυάζοντας την περιοριστική αυτή επίδραση με την ανοδική πορεία του κόστους (από τον σταδιακό εξορθολογισμό της αμοιβής των αλλοδαπών εργαζόμενων, οι οποίοι αποτελούν σχεδόν το σύνολο της έμμισθης απασχόλησης του κλάδου), αναμένουμε ότι η ελληνική παραγωγή θα περιορισθεί κοντά στους 340.000 τόνους το 2015 και λίγο πάνω από 300.000 τόνους το 2020 (από 360.000 τόνους το 2010). Παρά τις χαμηλότερες ενισχύσεις της ΚΑΠ, η μείωση της παραγωγής διατηρεί το ύψος της επιδότησης ανά κιλό ελαιολάδου κοντά στα σημερινά επίπεδα (1,4 ευρώ/κιλό το 2020 έναντι 1,5 ευρώ/κιλό το 2009).
Σύμφωνα με τη μελέτη, η ευνοϊκή διεθνής συγκυρία και η ποιοτική υπεροχή του ελληνικού ελαιολάδου μπορούν να οδηγήσουν σε ανάπτυξη τον κλάδο μεσοπρόθεσμα. Για να υλοποιηθεί, ωστόσο, αυτή η δυνατότητα απαιτούνται διαρθρωτικές μεταβολές: (i) περιορισμός του κόστους παραγωγής (κυρίως μέσω συγκέντρωσης σε όλα τα στάδια παραγωγής) και (ii) αύξηση του μεριδίου παραγωγής που τυποποιείται.
Αναλυτικότερα, η περιορισμένη στήριξη στην ΚΑΠ μπορεί μεσοπρόθεσμα να οδηγήσει σε αναγκαίες διαρθρωτικές μεταβολές. Συγκεκριμένα, ο περιορισμός των επιδοτήσεων θα θέσει εκτός αγοράς τους παραγωγούς που λειτουργούν με εξαιρετικά χαμηλές αποδόσεις (ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 1/3 της ελαιοπαραγωγής γίνεται σε εκτάσεις μικρότερες των 5 εκταρίων, που είναι σε μεγάλο βαθμό ζημιογόνες). Η παραγωγή πρέπει να επικεντρωθεί σε περιοχές με υψηλές αποδόσεις λόγω γεωγραφικής θέσης (κυρίως Κρήτη και Πελοπόννησος), σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερες εκτάσεις και να προωθηθεί όπου είναι εφικτό η συλλογή καρπών με χρήση μηχανημάτων. Επιπλέον, η σταδιακή αναβάθμιση της τεχνολογίας των ελαιοτριβείων (κυρίως μέσω αντικατάστασης των τριφασικών από διφασικά) εκτιμάται ότι μπορεί να περιορίσει σημαντικά το κόστος παραγωγής.