google.com, pub-4409140963597879, DIRECT, f08c47fec0942fa0 ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ « ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΠΑΡΤΗ» ΤΟΥ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΑΥΡΟΕΙΔΗ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ « ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΠΑΡΤΗ» ΤΟΥ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΑΥΡΟΕΙΔΗ


Καθώς το μυθιστόρημα "Σκοτεινή Σπάρτη" συνεχίζει το ταξίδι του, θέλω να ευχαριστήσω τους αναγνώστες που αφιέρωσαν μέρος του πολύτιμου χρόνου τους (και του βαλαντίου τους) για να το αγοράσουν και να το διαβάσουν καθώς και για τα πολύ όμορφα, επαινετικά σχόλια που λαμβάνω.

Κατά την επιμέλεια αφαίρεσα μεγάλα κομμάτια του κειμένου για να γίνει το βιβλίο μικρότερο και πιο "εύκολο".Θα αρχίσω σιγά σιγά να τα ανεβάζω.Το συγκεκριμένο αφορά στην διαπραγμάτευση για την αγορά κυνηγετικών διχτυών για κυνήγι αγριόχοιρου. Βασική πηγή μου για το συγκεκριμένο κείμενο ήταν ο "Κυνηγετικός" του Ξενοφώντα.Ο Ξενοφών είναι ο αγαπημένος μου συγγραφέας. Τον "συνάντησα" στην β'  γυμνασίου όταν μας έδωσαν την "Κύρου Ανάβαση",  δεν τη διδαχτήκαμε βέβαια αλλά εγώ τη "ρούφηξα" με υπέρτατη αγαλλίαση.btw Μας είχαν δώσει και Λουκιανό (βατραχομυομαχία και άλλα) και Ηρόδοτο.

 Ο Ξενοφών είναι πολυγραφότατος.Πέρα από τα πασίγνωστα "Κύρου Ανάβαση" , "Ελληνικά", "Λακεδαιμονίων Πολιτεία" κ.τ.λ έχει συγγράψει και πολύ ενδιαφέρουσες πραγματείες για ποικιλία αντικειμένων, π.χ "Οικονομικός" , "Περί Ιππικής" , "Ιππαρχικός"...

Απολαύστε το! ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΥΡΟΕΙΔΗΣ 


ΕΝΟΔΙΑ ΔΙΚΤΥΑ

Στη Θουρία υπήρχαν πολλοί περίοικοι που έπλεκαν δίχτυα από λινάρι, για κάθε είδους κυνήγι .Ήταν μεγάλη τέχνη αυτή η δουλειά και την έκαναν άνθρωποι που έπρεπε να γνωρίζουν τις ποιότητες της κλωστής αλλά να καταλαβαίνουν και τις ανάγκες του κυνηγού. Ήξερε ο Εμπέραμος έναν, που έβγαζε το ψωμί του με αυτόν τον τρόπο και παράλληλα η γυναίκα του έφτιαχνε υπέροχα υφαντά στον αργαλειό, με λινή κλωστή που έβγαζαν οι είλωτες που καλλιεργούσαν το λινάρι στα χωράφια κοντά στον Πάμισο.


-Χαίρε Εμπέραμε! Ο υφαντής τον χαιρέτησε πρώτος, όταν η φιγούρα του Σπαρτιάτη έφραξε τη στενή πόρτα της καλύβας του, εμποδίζοντας το λιγοστό απογεματινό φως. 

Δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτα μέσα ο Εμπέραμος, τα μάτια του δεν προσαρμόστηκαν αμέσως στο μισοσκότεινο περιβάλλον της καλύβας, μα αναγνώρισε τη φωνή του τεχνίτη, είχε κι άλλες φορές προμηθευτεί από αυτόν σχοινιά για τα χτήματα και δίχτυα για το κυνήγι. Μπήκε μέσα και αφού συνήθισε τα σκοτάδια έφερε ένα γύρω τη ματιά του. Πίσω του ακολούθησε ο Δέξιππος. Σωροί από παλιά δίκτυα περίμεναν να έρθει η ώρα να μπαλωθούν και επισκευαστούν και μεγάλες κουλούρες από κλωστές, άλλες χοντρές κι άλλες λεπτότερες καταλάμβαναν σχεδόν όλο το χώρο. Σηκώθηκε ο τεχνίτης, αφήνοντας στο δάπεδο-από πατημένο άργιλο ζυμωμένο με αλογίσια καβαλίνα- τη σακοράφα και τα σχοινιά που κρατούσε και πρόσφερε στον ευγενή επισκέπτη ένα ξύλινο χαμηλό σκαμνί.

Ένα μικρό πνιχτό γελάκι από το βάθος της κάμαρας, τράβηξε την προσοχή του Εμπέραμου, που έστρεψε προς τα εκεί το βλέμμα του. Τότε κατάλαβε τι ήταν εκείνο που είχε εδώ και ώρα τραβήξει την προσοχή του Δέξιππου. Με την άκρη του ματιού του τον παρακολουθούσε από τη στιγμή που διάβηκαν το κατώφλι της καλύβας. Συμπεριφερόταν σαν το άλογο που έχει οσμιστεί το θηλυκό και είχε το βλέμμα στραμμένο προς τη σκοτεινή γωνιά από όπου ακούστηκαν τα γελάκια .Δυο κοριτσόπουλα στην αρχή της εφηβείας κρυφογελούσαν και περιεργάζονταν, από την φαινομενική ασφάλεια της σκοτεινής γωνιάς τους, τους δυο γεροδεμένους Σπαρτιάτες με καθόλου αθώο ενδιαφέρον. Ο Εμπέραμος πρόσεξε ότι τα μικρά χέρια τους ήταν γδαρμένα και σκληρά, από τα χοντρά στελέχη των σπάρτων που τα έστριβαν με δύναμη και τα έπλεκαν σε χοντρά σχοινιά. Ο Εμπέραμος τους χαμογέλασε κι είδε το Δέξιππο που τους έκλεισε κρυφά το μάτι, μια κίνηση που δεν διέφυγε της προσοχής του σχοινοποιού, που έριξε στα κορίτσια μια οργισμένη ματιά που θα σκότωνε και φίδι. Τότε αυτές εξαφανίστηκαν αστραπιαία πίσω από τους σωρούς τα σχοινιά και δεν ξανακούστηκαν πια.

-Είναι οι κόρες σου;

-Μεγαλώσανε οι σουσουράδες και είναι ώρα να τις "ξεφορτωθώ". Πήγανε δεκαπέντε και το μάτι τους αρχίζει να γυαλίζει για άντρα απάντησε ο σχοινοποιός .

-Τις μικροπαντρεύετε εσείς οι περίοικοι τις θυγατέρες σας, μα το κορμί της γυναίκας δεν είναι έτοιμο να δώσει καλούς καρπούς αν δεν φτάσει τους δεκαοχτώ χρόνους, να μεστώσει και τα λαγόνια της να αντέχουν μια καλή γέννα.

Θυμήθηκε την Κλεονίκη και το πρόσωπο του σκοτείνιασε μια στάλα.

-Ας είναι…ήρθα σε εσένα γιατί θέλω καλά και γερά δίχτυα για χοντρό κυνήγι, ο Εμπέραμος μπήκε χωρίς άλλες καθυστερήσεις στο θέμα. 

-Ελάφι;

-Αγριόχοιρο. Δεν έχω χρόνο να μου φτιάξεις τώρα. Είμαι βιαστικός και τα θέλω σήμερα. Έχεις έτοιμα;

-Εσύ θέλεις ενόδια δίχτυα, με τουλάχιστον σαράντα πέντε κλώνους πάχος .Έτοιμα δεν έχω. Φτιάχνω μόνο με παραγγελία. Αυτή τη στιγμή έχω έτοιμη μια παραγγελία για τον Αρίστωνα από την Αίγιλα. Θα χρειαστείς μήπως και θηλιές;

-Όχι έχω κατασταλάξει στα ενόδια δίχτυα. Αν τα στήσεις σωστά το έχεις εξασφαλισμένο το θήραμα, δεν μπορεί με τίποτα να ξεμπλέξει και το σκοτώνεις με την άνεσή σου.

-Άνεση;

-Όση άνεση μπορεί να έχει κανείς κυνηγώντας αγριόχοιρο.


Ο τεχνίτης ανασηκώθηκε στο σκαμνί του και έδειξε προς τη γωνιά του σκοτεινού δωματίου. Ένας μεγάλος σάκος από λεπτά αρνίσια κομμάτια δέρμα, ραμμένα μεταξύ τους με χοντρό σπάγκο, ήταν ακουμπισμένος στο δάπεδο.

-Εδώ είναι το δίχτυ σου. Θα πω στον Αρίστωνα ότι το δανείστηκες για μια επείγουσα δουλειά. Όταν όμως το ξαναφέρεις θα μου πληρώσεις μια δραχμή για να το επιδιορθώσω, γιατί θα το έχει κάνει κουρέλι ο αγριόχοιρος.

Είναι φτιαγμένο με λινάρι της Καρχηδόνας κι είναι το καλύτερο για αγριογούρουνο, αν και μπορείς να κυνηγήσεις κι ελάφι ή άλλα μεγάλα θηράματα. Τέτοιο λινάρι ξέρεις, δεν βρίσκεις στα μέρη μας.

Ο Εμπέραμος έπιασε το δερμάτινο σάκο, τράβηξε από μέσα το δίχτυ και το περιεργάστηκε με δύσπιστο ύφος. Έπαιξε σκεφτικός στα δάχτυλά το σκοινί των διχτυών. Φαινόταν ότι ήξερε τι έκανε, ήταν έμπειρος σε τέτοιου είδους συναλλαγές.


Του φάνηκε παράξενη η προέλευση του λινού. Από την Καρχηδόνα είπες ότι είναι το λινάρι; Και που πέφτει η Καρχηδόνα; Έλληνες την κατοικούν οι ξένοι; Και πως έφτασε στα χέρια σου το νήμα από τόσο μακριά; Χάθηκε το δικό μας λινό που βγάζουμε στη Λακωνία και στη Μεσσηνία;

-Μου τα είχε φέρει κάποιος φίλος από τον Κυπαρισσίεντα, μια μέρα δρόμο από δω στα Δυτικά, πίσω από τα βουνά της Ιθώμης. Ένα πλοίο φορτωμένο με εμπορεύματα είχε παρασυρθεί από τον καιρό κι είχε εξοκείλει στον κόλπο του Κυπαρισσίεντα. Όσοι έμποροι βρίσκονταν εκεί έτρεξαν να αγοράσουν, ο φίλος μου που έχει δίπλα την καλύβα του, αγόρασε μεγάλη ποσότητα κλωστής από λινάρι, τάξεις ανώτερο από οποιοδήποτε λινό κυκλοφορεί στα μέρη μας. Περίμενε να τον φωνάξω, έχει ενδιαφέρον η ιστορία του.


Ο σχοινοποιός σηκώθηκε και κινήθηκε προς την έξοδο, έβγαλε το κεφάλι του από την πόρτα και φώναξε τον γείτονά του που εκείνη την ώρα ξεφόρτωνε από το γάιδαρό του, μεγάλα δεμάτια από χλωρά ψαθιά που είχε μαζέψει από το ποτάμι. Ε! Τέρπανδρε, έλα πες στον άρχοντα την εμπειρία σου από τον Κυπαρισσίεντα.

- Τι συμβαίνει ;

Ο Τέρπανδρος σταμάτησε το ξεφόρτωμα και γύρισε προς τη φωνή, αφήνοντας το γάιδαρο να μασουλάει από ανία τις λεπτές κορφάδες -σαν χορταρένιες λόγχες- από το φρέσκο ψαθί, που παρέμενε ακόμα στο μεγαλύτερο μέρος του φορτωμένο πάνω στο σαμάρι.

-Δράμα φίλοι μου τι να σας λέω, είπε μπαίνοντας κι αυτός στην καλύβα του σχοινοποιού. Δούλες, κάτι κοριτσόπουλα σαν τα κρύα τα νερά, πνιγμένες, τις πήγαιναν λέει, στα παζάρια της Τύρου… μαραινόταν η καρδιά σου να τις βλέπεις.Ήταν από ένα μεγάλο καράβι, ένα φοινικικό εμπορικό κατάφορτο, που θαλασσόδερνε έξω απ’ τις ακτές του Κυπαρισσίεντα .

Άγρια θάλασσα εκεί, ανοιχτή, τρομάξαν οι θαλασσινοί να σωθούν, όσοι σώθηκαν δηλαδή γιατί  για μέρες ξέβραζε κορμιά η θάλασσα. Το καράβι μετέφερε δούλους, κυρίως γυναίκες, μάλλον τις πήγαιναν στα πορνεία της Φοινίκης. Μόλις το πλοίο εξόκειλε στην αμμουδιά και κλυδωνιζόταν ακυβέρνητο, πολλές από τις δύστυχες έπεσαν στη νερά πιστεύοντας ότι θα φτάσουν στην ακτή. Πολλές τα κατάφεραν, άλλες όχι. Οι ναυτικοί, που ξέραν από θάλασσα, έμειναν πάνω στο πλοίο προσπαθώντας να το κρατήσουν στην επιφάνεια και στο τέλος κατάφεραν και το άραξαν στην αμμουδιά. Αλλά ήταν πια ρημαγμένο, τόσες μέρες που ανεμόδερνε στο πέλαγο…  Όσοι σώθηκαν, ναυτικοί και επιβάτες, ήταν στα χάλια τους. Μέχρι να περάσει η κακοκαιρία και για να μπορέσουν να συντηρηθούν ωσότου το επισκευάσουν, έπρεπε να τραφούν, να αγοράσουν πανιά, ξυλεία... οπότε αρχίσαν να ξεπουλάν το εμπόρευμά τους όσο όσο. Έτσι οικονόμησα κι εγώ ένα καλό φορτίο λινό .Φαντάσου ότι το νέο μαθεύτηκε μια μέρα δρόμο από το λιμάνι και πλάκωσαν έμποροι από όλη την περιοχή. Οι περισσότεροι όμως δεν πρόλαβαν να αγοράσουν. Καθώς το πλοίο μετέφερε κυρίως δούλους, δεν είχε και πολύ φορτίο για πούλημα. Οι άνθρωποι στα μέρη μας είναι φτωχοί, κανείς δεν θα αγόραζε δούλο, πόσο μάλλον κορίτσια για πόρνες που άλλωστε απαγορεύεται στο Λακεδαιμονιακό κράτος. Μόνο ένας Κεφαλλονίτης έμπορος που είχε αποβιβαστεί στο Κατάκολο και περνούσε από τον Κυπαρισσίεντα, αντάλλαξε μια κοπέλα, πανέμορφη σαν Νηρηίδα . Ήταν από ένα μέρος που το λένε... Κελτική. Είχε μαύρα μαλλιά, πράσινα μάτια και δέρμα άσπρο σαν το ελεφαντόδοντο.

-Από πού ερχόταν το πλοίο; Ρώτησε όλο ενδιαφέρον ο Δέξιππος που τον είχε συνεπάρει η αφήγηση του σαγματοποιού.

-Ερχότανε από ένα μέρος… πως μου το είπαν να δεις; Ο περίοικος έξυσε λίγο το φαλακρό κρανίο του… από την Ταρτησσό! Πολύ μακριά από εδώ, κοντά στις στήλες του Ηρακλή. 

Ο Τέρπανδρος θα συνέχιζε να διηγείται την περιπέτειά του αν δεν ακουγόταν από έξω δυνατό, το γκάρισμα του γαϊδάρου, που περίμενε να τον ξεφορτώσουν και να τον ποτίσουν, οπότε παράτησε την κουβέντα στη μέση και τραβήχτηκε αθόρυβα έξω για να συνεχίσει τη δουλειά του.

Βιάστηκε ο Εμπέραμος να επιστρέψει στο χτήμα του με τα δίχτυα και εκεί βρήκε να τον περιμένουν τα σκυλιά, που θα έβγαζαν τα αγριογούρουνα από τις κρυψώνες τους. 

Το ίδιο απόγευμα, οι έφηβοι μαζί με μερικούς είλωτες, έστησαν τα δίχτυα στα περάσματα και ταχτοποίησαν έτσι το μέρος ώστε να είναι εύκολο να οδηγηθούν τα ζώα στα προκαθορισμένα μέρη.

Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη