Σαν και τώρα θυμάμαι το μεγάλο αφιέρωμα που είχε κάνει ακριβώς πριν 20 χρόνια το Μουσείο Whitney της Νέας Υόρκης στον δικό μας Γιάννη Κουνέλλη, ως μια πολύ ιδιαίτερη προσπάθεια που είχε δοθεί να ενταχθεί το έργο του στο γενικότερο πνεύμα ανατροπής και συνολικής αμφισβήτησης της δεκαετίας του 1960. Μόλις είχα περάσει στο πανεπιστήμιο και ίσα που είχα ενταχθεί στην αγορά (λευκής) εργασίας, οπότε ήταν αδύνατον να πάω, είχα όμως διαβάσει ό,τι βγήκε για την έκθεση και έβαλα φίλους να μου φέρουν τον κατάλογο σαν, μετά από καιρό, έρχονταν Ελλάδα. Αξιζε κάθε σελίδα του.
Για πρώτη φορά, τότε, ερχόμουν σε επαφή με αυτό που έμαθα που ονομάστηκε κάποτε «Arte Povera». Κίνημα ήταν αυτό, Τέχνης. Με μανιφέστο και ιδρυτές και εκπροσώπους και πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: Ο όρος επινοήθηκε από τον Ιταλό κριτικό τέχνης Τζερμάνο Σέλαντ το 1967 -κάποτε, βλέπεις, οι ιστορικοί Τέχνης ήταν σε άμεση σύνδεση με την κοινωνία και δεν ανήκαν μόνο σε μία ιδιάζουσα ελίτ, που δεν την καταλαβαίνεις ούτε με λεξικό. «Στο πλαίσιο της εκβιομηχάνισης της Ιταλίας και της κυριαρχίας της αμερικανικής καλλιτεχνικής σκηνής, η πρόκληση είναι να εφεύρουμε μια νέα σχέση με τον κόσμο, να έρθουμε σε αντίθεση με τις απάνθρωπες δυνάμεις του καταναλωτισμού, ανακτώντας την κατοχή της πραγματικότητας», είχε γράψει τότε ο Σελάντ, ξεχωρίζοντας σε μία έκθεση δύο έργα που συνδύαζαν το νερό και τη φωτιά: αυτά του Ιταλού από το Μπάρι, Πίνο Πασκάλι, και του δικού μας Γιάννη Κουνέλλη. Οι δυο τους είχαν γνωριστεί ως φοιτητές στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Ρώμης και ήταν από τους πρώτους εκπροσώπους του κινήματος.
Πολλά μπορούμε να πούμε για την ιστορία της Arte Povera. Θα μείνουμε μόνο σε ένα: στο ότι οι καλλιτέχνες της προσέγγιζαν την τέχνη ως βιωμένη εμπειρία, ως μία μορφή καθημερινής πρακτικής που πηγάζει από τα όσα βλέπουμε γύρω μας και νιώθουμε στη ζωή μας, μέσα ακόμη και από τις πιο φαινομενικά «μη καλλιτεχνικές» εικόνες: ένα υδροηλεκτρικό εργοστάσιο, παλιά ρούχα, υλικά της φύσης, τα ίχνη μας στο χώμα. Αυτό είναι η τέχνη, εκεί βρίσκεται το μεγαλείο της: στο ότι μπορεί να γίνει ακόμα και με «ευτελή» και «άχρηστα» υλικά και το συγκεκριμένο καλλιτεχνικό ρεύμα το ανέδειξε αυτό με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο. Και όχι μόνο ξεκάθαρο, αλλά και ριζοσπαστικό: ποιος θα περίμενε ότι ένας σωρός από παλιά ρούχα με ένα γυαλί από πάνω, που τα κάνει να γίνονται τα πόδια ενός περίεργου τραπεζιού ή ένα κομμάτι γρανίτης ή πιρούνια καρφωμένα σε πηλό ή ακόμη και ζωντανά άλογα στον χώρο θα ήταν ποτέ δυνατόν να θεωρηθούν έργα τέχνης και να εκτεθούν σε γκαλερί ή μουσεία;
Κι όμως, μέσα σε ένα κλίμα πολιτικής ρευστότητας και ανάδυσης ενός άκρατου καπιταλισμού που «πούλαγε» ψευδαισθητικές επιθυμίες και «χαρές της ζωής» (κάτι που εξέφρασε πολύ έξυπνα η pop art στις ΗΠΑ και την Αγγλία την ίδια περίοδο που αναδύθηκε η arte povera στην Ιταλία, ως σχεδόν το αντίπαλο δέος η μια της άλλης), η «φτωχική τέχνη» μεταμόρφωσε την ίδια την Ιστορία της Τέχνης, καθώς μετέφερε τα όριά της πέρα από τα όσα έως τότε θεωρούνταν «μοντέρνα»: μετέτρεψε καλλιτεχνικά και νοηματικά μία μεταβαλλόμενη υποκειμενικότητα σε ουσιαστικά έργα Τέχνης, μέσω ενός κινήματος που ξέφευγε από κάθε τι σταθερό, συντηρητικό, εδραιωμένο. Δεν είναι τυχαίο πως αυτές τις μέρες, το Bourse de Commerce στο Παρίσι έχει μία μεγάλη έκθεση αφιερωμένη στην arte povera με περισσότερα από 250 ιστορικά και σύγχρονα έργα αυτού του σημαντικού ιταλικού καλλιτεχνικού κινήματος της δεκαετίας του 1960.
Αλήθεια, τι διαφορά έχουν όλα τα παραπάνω με το «Τρενοτεχνείο» του γνωστού και αγαπημένου ηθοποιού (ερμηνευτή και μουσικού) Νίκου Καλογερόπουλου; Εναν χώρο που ήταν σκουπιδότοπος στην Κυπαρισσία και ο ίδιος τον διαμόρφωσε σε χώρο Τέχνης, σε στέκι καλλιτεχνικό, με το τίποτα. Εκεί ο Καλογερόπουλος προσπαθούσε να κάνει τη δική του άρτε πόβερα: εκ των ενόντων και με τα όποια υλικά ήταν διαθέσιμα, προσπαθούσε να προσεγγίσει την Τέχνη του.
Πριν από λίγες μέρες, κάποιοι (ποιοι άραγε;) μπήκαν στο «Τρενοτεχνείο» και κατέστρεψαν ό,τι μπόρεσαν, έτσι για την χαρά της καταστροφής. Ηδη έχει σηκωθεί έναν τεράστιο κύμα συμπαράστασης στον Νίκο Καλογερόπουλο, που θα βρίσκεται στον Σταυρό του Νότου την Τετάρτη 23 Ιανουαρίου, για μία συναυλία το ίδιο αυθεντική με εκείνον. Ωστόσο, αν το ‘60 και το ‘70 η arte povera θεωρήθηκε (και ορθώς) ριζοσπαστική και σκέτο σπαστική για αρκετούς, πώς να εξηγήσουμε αυτό που έγινε στο Τρενοτεχνείο ενώ βαδίζουμε ήδη στο πρώτο μισό του 21ου αιώνα;
Η απάντηση είναι απλή, ξεκάθαρη και δεόντως επικίνδυνη, όπως ακριβώς και το συγκεκριμένο καλλιτεχνικό κίνημα - μα για τους αντίθετους ακριβώς λόγους: η φασιστική Δεξιά επιστρέφει, παραμένοντας η ίδια. Αυτή που κατέστρεφε μόνο και μόνο για να καταστρέψει και να βανδαλίσει οτιδήποτε ξέφευγε από το δικό της στενό πλαίσιο. Ισως τελικά το σύνθημα των καιρών (κάποιων από εμάς έστω) να είναι: Εδώ Τρενοτεχνείο! ΠΗΓΗ