google.com, pub-4409140963597879, DIRECT, f08c47fec0942fa0 Η Ελένη Χαμέρη, η ιστορία, το χαμένο χειρόγραφο και η Κυπαρισσία του χθες

Η Ελένη Χαμέρη, η ιστορία, το χαμένο χειρόγραφο και η Κυπαρισσία του χθες

 IMG_1405


Το χειρόγραφο της Ελένης Χαμέρη

 ΓΡΑΦΕΙ Ο ΠΑΑΝΓΩΙΤΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

              Αυτή την είδηση που θα σας περιγράψω και διαδόθηκε στην πόλη σαν αστραπή από στόμα σε στόμα σε λίγες μόνο ώρες οι πιο πολλοί κάτοικοί της έλεγαν πως τη γέννησε το αρρωστημένο μυαλό του φαντασιοκόπου και παγερού εκείνου ανθρώπου που σε κρίση νευρικού ξεσπάσματος είδε ό,τι είδε και  θέλησε να διασκεδάσει με το φόβο τους.  Καυχιόταν δε μ’ ένα ειρωνικό γελάκι σαν διηγιόταν το  εντυπωσιακό επίτευγμα της φαντασίας του πως όσα είδε εκείνη τη νύχτα ήταν αληθινά και οφείλονταν στην επικοινωνία του με το παρελθόν χάρη στα ιδιαίτερα γονίδιά του που του τα είχε εξασκήσει το συναίσθημα και η γνώση.

            Ακόμη ο φίλος αυτός  είχε την έμμονη ιδέα να χαρακτηρίζεται ερωτευμένος με τη Νύχτα κι αυτή ως ανταπόδοση του φανέρωνε αβίαστα πολλές  εξωφρενικές στιγμές συμβάντων  ανθρώπων των θρύλων που του παρουσιάζονταν σαν φαντάσματα ή παραισθήσεις. 

             Έτσι διηγήθηκε πως εκείνη τη νύχτα ακολούθησε τυχαία το  δρόμο μπροστά από το ερειπωμένο και στοιχειωμένο σπίτι της Ελένης του Χαμέρη όταν οι άλλοι συμπολίτες του μην μπορώντας να αποβάλλουν την εκκεντρικότητά τους απολάμβαναν τους περιπάτους τους στη φωτισμένη πλατεία, αγκαζέ με τις συμβίες τους ή συζητώντας με φίλους που είχαν ελάχιστες πνευματικές ανησυχίες και τα ενδιαφέροντά τους περιστρέφονταν σε θέματα ανούσια της καθημερινότητας.  Η νύχτα ήταν κρύα και υγρή. Ο αέρας δυνάστης φοβερός του χάραζε τα χέρια και το πρόσωπο όπως ένα κοφτερό γυαλί. Παντού αχαλίνωτη ερημιά και μόνο οι φωνές που έβγαιναν από τις κουκουβάγιες που κούρνιαζαν στα χαλάσματα του εκμυστηρεύονταν με ειλικρίνεια πως το μόνο συναίσθημα που τον κατείχε και τον κυριαρχούσε εκείνη τη στιγμή ήταν ο φόβος στηριγμένος πάνω στη διαβρωμένη του μελαγχολία. Η εγκαταλειμμένη και αλλόκοτη όψη του σπιτιού με τον ελάχιστο φωτισμό που το έκανε ορατό μεν αλλά του προσέδιδε φριχτή εικόνα, τον έκαναν να το προσέξει και να σταματήσει. Το κοίταξε όσο μπορούσε. 

Ο χρόνος διαπίστωσε πως όχι μόνο το είχε ξεχαρβαλώσει αλλά και το είχε ντύσει με το πέπλο μιας δεισιδαιμονικής υφής. Ένιωσε το βάρος του να τον πιέζει και νόμισε πως οι τοίχοι του έτριζαν. Ακόμη ομολόγησε και δεν ντράπηκε γι’ αυτό πως καθώς παρατηρούσε το σπίτι του φάνηκε σαν ένα σώμα νεκρό, αιωρούμενο στην άβυσσο της νύχτας. Και όσο το γερό του μνημονικό, είπε, μπορούσε να θυμηθεί, είδε στο δυτικό παράθυρο του σπιτιού να εξελίσσεται μια σκηνή που τον τρόμαξε  τόσο που δεν ήξερε από την ταραχή του να τη χαρακτηρίσει ψευδαίσθηση των αισθήσεων, θρίαμβο της φαντασίας του ή αποκύημα μιας εγκεφαλικής νεύρωσης. 

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ 

Post a Comment

أحدث أقدم