Ποίηση και Χειμώνας
Παναγιώτη Αντωνόπουλου
<< Χειμών, πούθε φυτρώνει; >> με ρώτησε ο γεννήτορας και περίμενε την απάντησή μου. << Δύσκολα μου βάζει >> σκέφτηκα και σηκώθηκα να σαλτάρω να φέρω το λεξικό. << Ε, πού πας; Κάτι σε ρώτησα, πες μου; >> μου είπε και απλώνοντας το χέρι με κόλλησε πάλι στο σκαμνί << Πάω να φέρω το λεξικό, να δούμε τι γράφει; >> ψέλλισα και ζαλικομένος ντροπή λούφαξα. << Έλα, ρε , που θα συμβουλευτείς λεξικό, εύελπις νέος και γυμνασιόπαις! Άκου: Χειμών βγαίνει από τη λέξη χείμα ίσον χειμωνιάτικος καιρός. ψύχος, παγετός, εξ΄ ου και το ρήμα χειμάζομαι από τον παγετό. Αυτό λέει το λεξικό του λαού. Το δικό σου να το βράσω! >> Έτσι ενθυμούμενος αυτά, και, βλέποντας το χειμαζόμενο πόπολο να τουρτουρίζει, είπα να τον τρομάξουμε το Χειμώνα με στίχους, βέβαιος πως θα σταθούν οικείοι και ζεστοί απέναντι σας!
Κωστής Παλαμάς. Η ΒΑΡΥΧΕΙΜΩΝΙΑ. Εφέτος άγρια μ΄ έδειρε η βαρυχειμωνιά, / που μ΄ έπιασε χωρίς φωτιά και μ’ ήβρε δίχως νιάτα,/ κι ώρα την ώρα πρόσμενα να σωριαστώ βαριά / στη χιονισμένη στράτα //. Μα εχθές καθώς με θάρρεψε το γέλιο του Μαρτιού / και τράβηξα να ξαναβρώ τα αρχαία μονοπάτια / στο πρώτο μοσχοβόλημα ενός ρόδου μακρινού / μου δάκρυσαν τα μάτια //.
Γεώργιος Δροσίνης. ΧΕΙΜΩΝΙΑΣΕ. Χειμώνιασε και φεύγουν τα πουλιά / γοργά ο πελαργός το πελαργόνι / κι η φλύαρη χελινοδοφωλιά/ χορτάριασε παντέρημη και μόνη //. Του σπίνου χάθηκε η γλυκιά λαλιά,/ φοβήθηκε ο μελισσουργός το χιόνι / κι η σουσουράδα κάτω στην ακρογιαλιά / δεν τρέχει, δεν πηδά, δεν καμαρώνει //. Στης λυγαριάς τ΄ ολόξερο κλαδί / του φθινοπώρου φτωχικό παιδί / ο καλογιάννος πρόσχαρος προβάλλει,/ με λόγια ταπεινά και σιγανά//. Μικρός προφήτης φτερωτός μηνά / την Άνοιξη που θα γυρίσει πάλι //.
Μίλτος Σαχτούρης. ΧΕΙΜΩΝΑΣ. Τι ωραία που μαραθήκαν τα λουλούδια / τι τέλεια που μαραθήκαν / κι αυτός ο τρελός να τρέχει στους δρόμους / με μια φοβισμένη καρδιά χελιδονιού /χειμώνιασε και φύγαν τα χελιδόνια / γέμισαν οι δρόμοι λάκκους με νερό / δυο μαύρα σύννεφα στον ουρανό κοιτάζονται / στα μάτια αγριεμένα / αύριο θα βγει στους δρόμους και βροχή απελπιστική / μοιράζοντας τις ομπρέλες της / τα κάστανα θα τη ζηλεύουν / και θα γεμίσουν μικρές κίτρινες ζαρωματιάς / θα βγουν κι άλλοι έμποροι / αυτός που πουλάει τ’ αρχαία κρεβάτια / αυτός που πουλάει τις ζεστές – ζεστές προβιές / αυτός που πουλάει το καυτό σαλέπι / κι αυτός που πουλάει θήκες από κρύο για τις φτωχιές καρδιές //.
Κώστας Καρυωτάκης. ΤΟ ΧΙΟΝΙ. Τι καλά που ΄ναι στο σπίτι μας τώρα που έξω πέφτει χιόνι! / Το μπερντέ παραμερίζοντας τ΄ άσπρο βλέπω εκεί σεντόνι / να σκεπάζει όλα τα πράγματα, δρόμους, σπίτια, δέντρα, φύλλα //. Πόσο βλέπω μ΄ ευχαρίστηση μαζεμένη τόση ασπρίλα //. Όμως, κοίτα, τουρτουρίζοντας το κορίτσι κείνο τρέχει //. Τώρα στάθηκε στην πόρτα μας, ψωμί λέει πως δεν έχει,/ πως κρυώνει , πως επάγωσε/. Έλα μέσα κοριτσάκι μου, το τραπέζι μας εστρώθηκε κι αναμμένο είναι το τζάκι !//
Τάσος Λειβαδίτης. ΑΝΑΜΟΝΗ. Ήταν νέος ωχρός / καθόταν στο πεζοδρόμιο, Χειμώνας, κρύωνε//. << Τι περιμένεις ; >> του λέω //. << Τον άλλον αιώνα >>, μου λέει //. Και χιόνιζε ήσυχα – ήσυχα, όπως πάνω από έναν τάφο //.
Κική Δημουλά. Η ΚΑΚΟΚΑΙΡΙΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ. Το ανέβαλες. Κακοκαιρία μεγάλη, πέσανε χιόνια / κλείσανε οι δρόμοι, πάγοι, μεγάλη ολισθηρότης //. Καλά έκανες. Εάν δεν είναι ολίσθηση / η επιθυμία προς τι να έρθει; >>
Μυρτιώτισσα. ΧΕΙΜΩΝΑΣ. Νάτος πάλι που έφτασε ο θλιβερός Χειμώνας / μου ψαχουλεύει την ψυχή το παγερό του χέρι //. Χλόμιασε η μέρα κι η νυχτιά θα γίνει τώρα αιώνας //. Ώρες θα στέκω ν΄ αγροικώ το μανιασμένο αγέρι //. [ … ] Ω! πόσο μόνη θα αιστανθώ στην άδεια κάμαρά μου//. Όταν κι ο ίσκιος των νεκρών π΄ αγάπησα, μ΄ αφήσει //. Με τι λαχτάρα θα το ιδώ το φως Σου ολόγυρά μου, / σα θα ‘ρθει, Θε μου, τη ζωή γλυκά να μου θυμίσει!//
ellinikoxronografima