Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
<< Πιστεύω ότι ένα φύλλο χλόης δεν είναι κάτι πιο μικρό απ’ των αστεριών το μεροδούλι. Και το μερμήγκι είναι όμοια τέλειο και της άμμου ένα σπυράκι και τ’ αυγό μιανού σπουργίτι κι ο βάτραχος αταίριαστο αριστούργημα κι ο ποντικός ακόμα είν’ ένα θάμα που φτάνει να κλονίσει εκατομμύρια άπιστους >>.
Αυτά διάβαζα κείνα τα πέτρινα Χριστούγεννα από <<Το τραγούδι του εαυτού μου >> του ποιητή, μακράν της πόλης, πέντε ώρες ποδαράτο, χωρίς πολιτισμό και με τους λύκους να με κοιτάνε σαν χίτες να με κατασπαράξουν έξω από το ερείπιο σχολείο. Θεονήστικος, άφραγκος, το χρόνο μου σπαταλούσα στα αδελφάτο των χαρτοπαικτών, μαζί τους άκουγα το ίδιο τραγούδι: << Ληστή μου, πιες κρασί στης ερημιάς την κρήνη κι εσύ, φονιά μου, εσύ, παντρέψου την ειρήνη >>.
Γλίστρησαν οι μήνες, σκυθρωπή γεροντοκόρη η παραμονή των Χριστουγέννων μ’ ένα χαμόγελο μου ‘δειξε το δρόμο να φύγω. Πώς όμως; Ένας φαρισαίος καιρός είχε χιονίσει, το γεφύρι είχε γκρεμιστεί και στον ουρανό πετούσαν μόνο μονόφθαλμοι κόρακες.
Αλλιώτεψα, φοβήθηκα, πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη. Όλο το άγριο μ’ έζωσε, ανάσα δε μ’ άφηνε να πάρω. Ο νόμος της ερημιάς μ’ έσφιγγε στο λαιμό, κορμί και ψυχή τα ένιωθα να γίνονται κομμάτια από αντίδωρα για χάρη της υπέρτατης μάνας μου πατρίδας. Ένας ξενομερίτης ανώνυμος είχα μπατάρει από τη θλίψη, την οργή μου καραμπίνα δίκανη είχα κάνει και πυροβολούσα κάθε μικρονοϊκό επιθεωρητή καραγκιόζη που με σύντριβε με τη δολοφονική του μπότα στα όρη και στα βουνά.
Κοκαλωμένος κοιτούσα έξω από το τζάμι, τη λιθοβολημένη πορεία μου σκεφτόμουν, τους προϊσταμένους μου ζήλευα που ζεσταίνονταν στο ακριβό τους τζάκι κι εγώ ριγμένος στους βράχους σάπιζα στο κρύο. Το χλωμό της φθοράς ήρθε να το φωτίσει ένας κοκκινολαίμης. Στάθηκε στο παράθυρο με κοίταξε κι άρχισε με τις τρίλιες του να μου λέει τα κάλαντα.
Ήρθε μεσημέρι. Ο καιρός Χίτλερ άγριος έσφαζε αθώους έξω, εγώ έτρεμα ξυλιασμένος, η λόρδα μ’ έκοβε και σε κανένα σταυροδρόμι δε φαινόταν άνθρωπος. Έφαγα λίγο ψωμί, τσίμπησα ένα σάπιο ζαμπόν και κάθισα στην καρέκλα να διαβάσω τις << Μεγάλες προσδοκίες >> του Ντίκενς. Προσδοκίες! Τι προσδοκίες; Για μένα προσδοκίες ήταν να λιώσει το χιόνι, να φτιαχτεί το γεφύρι, ν’ ανοίξει ο δρόμος και να πάω στην πολιτεία μακριά από τους λύκους και τα σφέλαχτρα.
Μητρυιά πατρίδα!
Η σάρκα μου ακόμη πονάει από τα δαγκώματα των λύκων κι εσύ συνεχίζεις να μου στέλνεις κουτσουρεμένη τη σύναξη!
<< Πιστεύω ότι ένα φύλλο χλόης δεν είναι κάτι πιο μικρό απ’ των αστεριών το μεροδούλι. Και το μερμήγκι είναι όμοια τέλειο και της άμμου ένα σπυράκι και τ’ αυγό μιανού σπουργίτι κι ο βάτραχος αταίριαστο αριστούργημα κι ο ποντικός ακόμα είν’ ένα θάμα που φτάνει να κλονίσει εκατομμύρια άπιστους >>.
Αυτά διάβαζα κείνα τα πέτρινα Χριστούγεννα από <<Το τραγούδι του εαυτού μου >> του ποιητή, μακράν της πόλης, πέντε ώρες ποδαράτο, χωρίς πολιτισμό και με τους λύκους να με κοιτάνε σαν χίτες να με κατασπαράξουν έξω από το ερείπιο σχολείο. Θεονήστικος, άφραγκος, το χρόνο μου σπαταλούσα στα αδελφάτο των χαρτοπαικτών, μαζί τους άκουγα το ίδιο τραγούδι: << Ληστή μου, πιες κρασί στης ερημιάς την κρήνη κι εσύ, φονιά μου, εσύ, παντρέψου την ειρήνη >>.
Γλίστρησαν οι μήνες, σκυθρωπή γεροντοκόρη η παραμονή των Χριστουγέννων μ’ ένα χαμόγελο μου ‘δειξε το δρόμο να φύγω. Πώς όμως; Ένας φαρισαίος καιρός είχε χιονίσει, το γεφύρι είχε γκρεμιστεί και στον ουρανό πετούσαν μόνο μονόφθαλμοι κόρακες.
Αλλιώτεψα, φοβήθηκα, πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη. Όλο το άγριο μ’ έζωσε, ανάσα δε μ’ άφηνε να πάρω. Ο νόμος της ερημιάς μ’ έσφιγγε στο λαιμό, κορμί και ψυχή τα ένιωθα να γίνονται κομμάτια από αντίδωρα για χάρη της υπέρτατης μάνας μου πατρίδας. Ένας ξενομερίτης ανώνυμος είχα μπατάρει από τη θλίψη, την οργή μου καραμπίνα δίκανη είχα κάνει και πυροβολούσα κάθε μικρονοϊκό επιθεωρητή καραγκιόζη που με σύντριβε με τη δολοφονική του μπότα στα όρη και στα βουνά.
Κοκαλωμένος κοιτούσα έξω από το τζάμι, τη λιθοβολημένη πορεία μου σκεφτόμουν, τους προϊσταμένους μου ζήλευα που ζεσταίνονταν στο ακριβό τους τζάκι κι εγώ ριγμένος στους βράχους σάπιζα στο κρύο. Το χλωμό της φθοράς ήρθε να το φωτίσει ένας κοκκινολαίμης. Στάθηκε στο παράθυρο με κοίταξε κι άρχισε με τις τρίλιες του να μου λέει τα κάλαντα.
Ήρθε μεσημέρι. Ο καιρός Χίτλερ άγριος έσφαζε αθώους έξω, εγώ έτρεμα ξυλιασμένος, η λόρδα μ’ έκοβε και σε κανένα σταυροδρόμι δε φαινόταν άνθρωπος. Έφαγα λίγο ψωμί, τσίμπησα ένα σάπιο ζαμπόν και κάθισα στην καρέκλα να διαβάσω τις << Μεγάλες προσδοκίες >> του Ντίκενς. Προσδοκίες! Τι προσδοκίες; Για μένα προσδοκίες ήταν να λιώσει το χιόνι, να φτιαχτεί το γεφύρι, ν’ ανοίξει ο δρόμος και να πάω στην πολιτεία μακριά από τους λύκους και τα σφέλαχτρα.
Μητρυιά πατρίδα!
Η σάρκα μου ακόμη πονάει από τα δαγκώματα των λύκων κι εσύ συνεχίζεις να μου στέλνεις κουτσουρεμένη τη σύναξη!