Σ’ του κάστρου τη γυμνή πλαγιά, χτυπιόμουν με τους Φράγκους. Στο δρόμο της Χαμεροπούλας, στίχο άφηνα αστραπής: &ω! νιότη μου εσύ! Πόσο θ’ αντέξεις φλογισμένη ακόμη να’ σαι στον κόσμου τούτο τον κακό! Κι όλο γυρνούσα στα σοκάκια με τις πικροδάφνες, στους στριφτούς δρόμους, στο ένδοξο ηρώο, στους ίσκιους των πορτοκαλιών. Στον Αι- Δημήτρη, σ’ του Μαντά τις φυλακές, σ’ του Πούρκου τις ανηφοριές., στον πλάτανο που τον στόλιζε το ασημένιο φύλλο και σ’ του Αιγάλεω τις ομορφιές. Γέροι με λευκή την κεφαλή στην Αμαθούντα μου μίλησαν για πίκρες και καημούς, Ανέστιοι και πονεμένοι για αλετροπόδες και νεκρούς. Και κάποιοι ερωτευμένοι για παλιά ανθάκια ξερά. Ένιωθα παράφρων κι ωραίος στην Πάνω Πόλη. Πένης βέβαια, χωρίς μία, και άχαρι ιματισμό, αλλά ευτυχής! Ρωμαίος! Όχι πολίτης της Ρώμης αλλά ο ήρωας του Σαίξπηρ, που είχε αγαπούλα την Ιουλιέτα κι εγώ τη Ρηνούλα. Και στην Παζαρόβρυση σαν σμίγαμε, έχαιρον οι ουρανοί και πυρπολούταν η δύση. Τι άλλο να θυμηθώ; Χρυσές στιγμές, θείους περίπατους στη Γελουδά ή νύχτες Αρκαδινές με φωτεινά φεγγάρια και το τραγούδι του γκιώνη να αποθέτει τη μελωδία του στο κύμα; Πούσι δεν είχε τότε, ούτε έπεφτε αποβραδίς. Το ‘διωχνε το γελαστό χείλι της κυρά- Μηλιάς, το άσμα της νιας Γαριφαλιάς. Και σάλευε το φως διώχνοντας τον μαύρο ήλιο όταν από το μπαλκόνι με τους βασιλικούς η σεμνούλα παρθένα τραγουδούσε: Όμορφη, γλυκιά μου Πάνω Πόλη, τις μαγικές σου μέρες νοσταλγώ!
Σ’ του κάστρου τη γυμνή πλαγιά, χτυπιόμουν με τους Φράγκους. Στο δρόμο της Χαμεροπούλας, στίχο άφηνα αστραπής: &ω! νιότη μου εσύ! Πόσο θ’ αντέξεις φλογισμένη ακόμη να’ σαι στον κόσμου τούτο τον κακό! Κι όλο γυρνούσα στα σοκάκια με τις πικροδάφνες, στους στριφτούς δρόμους, στο ένδοξο ηρώο, στους ίσκιους των πορτοκαλιών. Στον Αι- Δημήτρη, σ’ του Μαντά τις φυλακές, σ’ του Πούρκου τις ανηφοριές., στον πλάτανο που τον στόλιζε το ασημένιο φύλλο και σ’ του Αιγάλεω τις ομορφιές. Γέροι με λευκή την κεφαλή στην Αμαθούντα μου μίλησαν για πίκρες και καημούς, Ανέστιοι και πονεμένοι για αλετροπόδες και νεκρούς. Και κάποιοι ερωτευμένοι για παλιά ανθάκια ξερά. Ένιωθα παράφρων κι ωραίος στην Πάνω Πόλη. Πένης βέβαια, χωρίς μία, και άχαρι ιματισμό, αλλά ευτυχής! Ρωμαίος! Όχι πολίτης της Ρώμης αλλά ο ήρωας του Σαίξπηρ, που είχε αγαπούλα την Ιουλιέτα κι εγώ τη Ρηνούλα. Και στην Παζαρόβρυση σαν σμίγαμε, έχαιρον οι ουρανοί και πυρπολούταν η δύση. Τι άλλο να θυμηθώ; Χρυσές στιγμές, θείους περίπατους στη Γελουδά ή νύχτες Αρκαδινές με φωτεινά φεγγάρια και το τραγούδι του γκιώνη να αποθέτει τη μελωδία του στο κύμα; Πούσι δεν είχε τότε, ούτε έπεφτε αποβραδίς. Το ‘διωχνε το γελαστό χείλι της κυρά- Μηλιάς, το άσμα της νιας Γαριφαλιάς. Και σάλευε το φως διώχνοντας τον μαύρο ήλιο όταν από το μπαλκόνι με τους βασιλικούς η σεμνούλα παρθένα τραγουδούσε: Όμορφη, γλυκιά μου Πάνω Πόλη, τις μαγικές σου μέρες νοσταλγώ!